Η ΜΗΛΟ
Αὐτὸ τὸ νησὶ καὶ στ’ αρχαῖα χρόνια στάθηκε ξακουσμένο, καὶ στὰ δικά μας εἶναι ἓνα ἀπὸ τὰ πιὸ καλὰ μέσα στ’ Ἀρχιπέλαγο. Ἀνέκαθε, απ’ τὰ παμπάλαια χρόνια, τ’ ὂνομά του ἢτανε τὸ ἲδιο σὰν καὶ σήμερα, Μῆλος. Ὡστόσο ἓνας ἀρχαῖος σοφὸς γράφει πὼς στὴν ἀρχὴ τὸ λέγανε Βύβλο, ἐπειδὴς οἱ ἀνθρῶποι ποὺ πρωτοπατήσανε ἀπάνου ἢτανε φερμένοι ἀπὸ μιὰ πολιτεία τῆς Φοινίκης λεγόμενη Βύβλο. Ὁ φιλόσοφος Ἀριστοτέλης τὴ λέγει Ζεφυρία, γιατὶ ἀπ’ οὗλα τὰ νησιὰ ἡ Μῆλο βρίσκεται περισσότερο κατὰ τὸ μπουνέντη, τὸ πιὸ σωστὸ ὃμως εἶναι πὼς πέφτει κατὰ τὸ γαρμπή. Στή μέση κόβεται ἀπό ’ναν ἁπλόχωρο κόρφο, σωστὸ πέλαγο, ποὺ πάει νὰ τὴ χωρίση στὰ δύο, καὶ πού ’χει κατὰ τὸ βοριὰ ἓνα φαρδὺ μπουγάζι ἀπ’ ὃπου μπαίνουνε τὰ καράβια. Ἀπ’ αὐτὰ τὰ δυό κομμάτια τοῦ νησιοῦ μονάχα τό ’να, ποὺ πέφτει κατὰ τὴν ἀνατολή, εἶναι κατοικημένο. Τ’ ἂλλο εἶναι ὁλότελα ἒρημο, ὄντας οὗλο βράχια κι ἂγρια ξεροβούνια.
Φώτης Κόντογλου, Ταξείδια,1928
Στη νοτιοδυτική είσοδο του Αιγαίου Πελάγους, Μήλος, Κίμωλος, Πολύαιγος, Αντίμηλος και πολυάριθμες νησίδες γύρω και ανάμεσά τους, προϊόντα εκτεταμένης και σε διαφορετικές γεωλογικές περιόδους ηφαιστειακής δραστηριότητας στην περιοχή, σχηματίζουν νησιωτική συστάδα που οριοθετεί το νοτιοδυτικό άκρο των Κυκλάδων.
Κατά πολύ μεγαλύτερη από τα άλλα νησιά της συστάδας και πέμπτη σε μέγεθος ανάμεσα στις Κυκλάδες, η Μήλος ξεχωρίζει για το ιδιότυπο, σαν πέταλο, σχήμα της, το οποίο οφείλει στον βαθύ κόλπο της, που σχηματίζει ένα μεγάλο φυσικό λιμάνι και ασφαλές αγκυροβόλιο.
Η επίκαιρη γεωγραφική της θέση, στο σταυροδρόμι σημαντικών θαλάσσιων δρόμων Δύσης και Ανατολής, και η γεωλογική της δομή, με το πλούσιο σε ορυκτά ηφαιστειογενές έδαφος, καθόρισαν διαχρονικά την εξέλιξή της και διαμόρφωσαν την ιστορική της πορεία.
Με την ανθρώπινη παρουσία να ανιχνεύεται από τη Νεολιθική Εποχή, η Μήλος εξελίχθηκε σε σημαντικό κέντρο του προϊστορικού Αιγαίου κατά την Εποχή του Χαλκού και ευημέρησε σε πολλές περιόδους των ιστορικών χρόνων έως το τέλος της αρχαιότητας, όπως μαρτυρούν τα διάσπαρτα σε όλη της την έκταση αρχαιολογικά κατάλοιπα.
Ο αρχαιολογικός χάρτης της Μήλου, που δημοσιεύθηκε το 1982, μετά συστηματική έρευνα επιφανείας της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής, και συμπεριέλαβε όλες τις έως τότε εντοπισμένες θέσεις, αριθμεί συνολικά 111 βέβαιες αρχαίες θέσεις με ενδείξεις κατοίκησης ή άλλων δραστηριοτήτων από τους νεολιθικούς χρόνους έως την ύστερη αρχαιότητα.
Οι σωστικές ανασκαφές της Εφορείας που ακολούθησαν, ενίσχυσαν τα δεδομένα σε ήδη εντοπισμένες θέσεις, κυρίως όμως εμπλούτισαν τον αρχαιολογικό χάρτη της Μήλου με πολλές και σημαντικές νέες θέσεις.
Στα πιο γνωστά και αντιπροσωπευτικά πετρώματα της Μήλου συγκαταλέγεται το ηφαιστειογενές υαλώδες πέτρωμα του οψιανού. Λόγω της εξαιρετικής ποιότητάς του, ο μηλιακός οψιανός, αποτέλεσε την πιο επιθυμητή πρώτη ύλη κατασκευής εργαλείων στο προϊστορικό Αιγαίο. Η παρουσία του στο σπήλαιο Φράγχθι της Αργολίδας, σε στρώματα της Ανώτερης Παλαιολιθικής (11η χιλιετία π.Χ.), αποτελεί μέχρι σήμερα την πρωιμότερη τεκμηριωμένη ένδειξη προμήθειας του υλικού από τις μηλιακές πηγές και διακίνησής του. Οι πηγές του απαντώνται σε δύο θέσεις της ανατολικής Μήλου, στους λόφους Στα Νύχια και Δεμενεγάκι, διάσπαρτους με χιλιάδες πυρήνες λεπίδων, λεπίδες και εκατομμύρια αποκρούσματα λάξευσης.
Βασική πλουτοπαραγωγική πηγή της Μήλου στους ιστορικούς χρόνους, πιθανότατα ήδη από την κλασική περίοδο αποτέλεσε η εκμετάλλευση, η παραγωγή και το εμπόριο «γαιών», όπως η μηλία γή, η στυπτηρία, η κίσσηρις, το θείο, που προσείλκυσε μάλιστα και συμφέροντα εκτός νησιού. Στους ρωμαϊκούς χρόνους χρονολογούνται αρκετές παράκτιες θέσεις, όπως η Αγία Κυριακή και το Παλιοχώρι, στις οποίες έχουν βρεθεί εγκαταστάσεις για εκμετάλλευση γαιών με χώρους εμπλουτισμού του ορυκτού προϊόντος, αποθηκευτικούς χώρους και χώρους διαμονής, καθώς και κεραμικά εργαστήρια.