Μνημεία

Η Βυζαντινή Νάξος

ΚΑΣΤΡΟ ΧΩΡΑΣ ΝΑΞΟΥ
Το Κάστρο της Χώρας Νάξου κτίστηκε το 1207 από τον ανιψιό του Δόγη Enrico Dandolo, Μάρκο Σανούδο, στο δυτικό τμήμα του νησιού, πάνω σε λόφο που πιθανά υπήρξε ακρόπολη των αρχαίων χρόνων. Υπήρξε μια στρατιωτική αρχικά οχύρωση, που μετεξελίχθηκε στο πέρασμα των αιώνων σε καστροπολιτεία δίνοντας μέσα από την οικοδομική δραστηριότητα αξιόλογα αρχιτεκτονήματα, εντασσόμενα σε ένα μεσαιωνικό πολεοδομικό σύνολο. Ο ισχυρός φρουριακός του χαρακτήρας εμφαίνεται και από τους δώδεκα (12) πύργους με τους οποίους είχε ενισχυθεί για την προστασία του. Η πρόσβαση γινόταν από τρεις πύλες, από τις οποίες σώζονται οι δυο, η βορειοδυτική «Τρανή πύλη» στον Πύργο Crispi (Γλέζου), και η νοτιοανατολική πύλη «Παραπόρτι» στην πλατεία Πραντούνα.
Το εσωτερικό του διαρθρώνεται από δύο δακτυλίους με κτίσματα. Έναν εσωτερικό περιμετρικό κεντρικό δρόμο μέσω του οποίου γίνονται διακλαδώσεις από μικρά ακτινωτά δρομάκια που καταλήγουν στο κεντρικό πλάτωμα, όπου βρίσκεται ο κεντρικός πύργος, γνωστός και ως «Πύργος Σανούδου», καθώς και η Καθολική Μητρόπολη. Εντός των τειχών υπάρχουν δύο ακόμη καθολικές εκκλησίες η Καπέλλα Καζάτζα (παρεκκλήσι των δουκών) και ο Αγ. Αντώνιος και η μοναδική εντός του κάστρου ορθόδοξη εκκλησία της Παναγίας Θεοσκέπαστης. Άλλα κτήρια που συναποτελούν την καστροπολιτεία είναι τα μοναστηριακά συγκροτήματα του 17ου αι. των πατέρων Ιησουϊτών, στο οποίο στεγάζεται σήμερα το Αρχαιολογικό Μουσείο, των Καπουκίνων και των Ουρσουλινών μοναχών. Υπάρχουν επίσης το κτίριο της Καγκελαρίας του Δουκάτου, που στεγάζεται το σημερινό καθολικό Αρχιεπισκοπικό μέγαρο, το συγκρότημα του πύργου Crispi, γνωστού ως Γλέζου και το διδακτήριο της Σχολής Ουρσουλινών. Τέλος περιλαμβάνονται συνολικά 42 διακριτές κατοικίες ανάμεσα στις οποίες εξέχουσες οικίες, τα αρχοντικά οικογενειών όπως π.χ. των Μπαρότσι, των Σομμαρίμπα, των Δελαρόκκα κ.ά. (Ορ. Βαβατσιούλας Το Κάστρο της Νάξου. Οικοδομική Ιστορία. Αθήνα: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Αθήνα 2007, 99-106).

ΠΥΡΓΟΣ CRISPI ή ΑΠΕΡΑΘΙΤΙΣΣΑΣ ή ΓΛΕΖΟΥ
Ο επονομαζόμενος Πύργος Crispi ή Απεραθίτισσας ή Γλέζου, όπως είναι γνωστός, αποτελεί τη μεγαλύτερη κατοικία στη βορειοδυτική πλευρά του κάστρου, στο βόρειο τμήμα της οχύρωσης, καθώς περικλείει και το μοναδικό κυκλικό πύργο του κάστρου. H κύρια είσοδος γίνεται προσιτή μέσω μίας μεταγενέστερης κλίμακας που βρίσκεται στο υπερυψωμένο τμήμα του εσωτερικού δρόμου αμέσως μετά το διαβατικό της Τρανής πύλης. Το κτιριακό συγκρότημα διαθέτει δύο κυρίως επίπεδα, με ισόγειο και βοηθητικούς χώρους, συνολικού εμβαδού 778,93 τ.μ. Στον πρώτο όροφο βρίσκεται η κύρια ευρύχωρη αίθουσα του οικοδομήματος με εξώστη. Οι δευτερεύοντες χώροι του πύργου έχουν ανεξάρτητες εισόδους που βρίσκονται όμως στον εσωτερικό του περιμετρικού δακτυλίου. Οι εσωτερικές κλίμακες οι οποίες εξασφαλίζουν την εσωτερική επικοινωνία των χώρων είναι κατασκευασμένες σε διαφορετικές χρονικές περιόδους.
Αποτέλεσε αρχοντική οικία και σύμφωνα με την παράδοση, ήταν το παλάτι των δουκών. Αυτό αποδεικνύεται από δυο εντοιχισμένα οικόσημα του οίκου Crispi (1383-1566), ένα στο υπέρθυρο της εσωτερικής εισόδου που οδηγεί από τον προθάλαμο στην κύρια αίθουσα του πύργου, καθώς και της οικογένειας Barocci (15oς -17ος αιώνας), στην εξωτερική κύρια είσοδο. Οι ιδιοκτήτες του πύργου χρονολογικά ήταν οι Crispi, ο Διοικητής της Βλαχίας Φραγκόπουλος ή Αγάς, ο Μεγάλος Διερμηνεύς της Υψηλής Πύλης Ιωσήφ Barocci και τελευταίος ο Πέτρος Γλέζος, (Βαβατσιούλας, Ο. Το Κάστρο της Νάξου. Οικοδομική Ιστορία. Αθήνα: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Αθήνα 2007, 127-139). Ο τελευταίος τον παραχώρησε στο Ελληνικό Δημόσιο το 1968, με σκοπό να λειτουργήσει ως Βυζαντινό Μουσείο (αρ. πρωτ. 14618 /2827 /19.08.1968 Απόφαση για την αποδοχή δωρεάς του Πύργου Γλέζου).

ΟΙΚΙΑ ΠΡΟΜΠΟΝΑ Η΄ ΚΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ
Όμορη στα νότια του Πύργου Crispi (Γλέζου) είναι αρχοντική οικία γνωστή από τους προκατόχους της ως οικία Προμπονά ή κτήριο της Αεροπορίας. Πρόκειται για παλιό διώροφο ημιερειπωμένο αρχοντικό, εσωτερικό κτίσμα του Κάστρου, σύμπλεγμα πολλών κατασκευαστικών φάσεων, που έχει ενσωματώσει οικοδόμημα της αρχικής φάσης του κάστρου, το οποίο με τις συνεχείς μεταβολές έχει στη σημερινή του μορφή εμφανή στοιχεία του 19ου αι. Στη νότια πλευρά του προσαρτάται χαμηλότερο διώροφο και μονώροφο τμήμα για τις απαραίτητες δευτερεύουσες χρήσεις του αρχοντικού με εισόδους ανεξάρτητες από το εσωτερικό του κάστρου (Βαβατσιούλας ό.ά., 145-149). Απαλλοτριώθηκε το 1989 (αρ. πρωτ. 1117/750/28.02.1979 κυα ΦΕΚ 170/Δ΄/17.03.1979 αναγκαστική απαλλοτρίωση του κτηρίου της Αεροπορίας) με στόχο τη μετατροπή του μαζί με τον Πύργο Γλέζου σε Βυζαντινό Μουσείο.

ΚΤΗΡΙΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ
Το κτήριο Αρχαιολογικού Μουσείου είναι ένα οικοδομικό συγκρότημα του Κάστρου, που στεγάζει σήμερα το Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάξου και βρίσκεται στη διαδρομή του φραγκικού τείχους. Ο αρχικός του πυρήνας χρονολογείται στο 13ο αιώνα, συμπεριλαμβάνει δύο από τους πύργους του Κάστρου. Τμήμα του κτηρίου του Μουσείου και ενός από τους τετράγωνους πύργους του Κάστρου αποτελεί η Καπέλλα Καζάτζα ή Κιουρά Καπέλλα, μονόκλιτος θολωτός καθολικός ναός αφιερωμένος στην Παναγία, ήταν κατά την παράδοση παρεκκλήσι των Δουκών με φερόμενο κτήτορα το Μάρκο Σανούδο στο α΄ τέταρτο του 13ου αι. Το 17ο αι. το τάγμα των Ιησουιτών μοναχών που ιδρύθηκε στο Κάστρο με έδρα αρχικά στην Καπέλλα επεκτάθηκε στη συνέχεια σε όλους τους χώρους του κτηριακού συγκροτήματος που καταλαμβάνει το Αρχαιολογικό Μουσείο. (Βαβατσιούλας, Ο. Το Κάστρο της Νάξου. Οικοδομική Ιστορία. Αθήνα: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Αθήνα 2007, 127-139)315-341)
Το πολυώροφο αυτό οικοδόμημα που διαρθώνεται σε τρεις κτηριακές υποενότητες, συνολικού εμβαδού περίπου 2.200 τ.μ., στα τέλη 19ου -αρχές 20ου αιώνα χρησιμοποιήθηκε για την Εμπορική Σχολή, όπου φοίτησε και ο Νίκος Καζαντζάκης. Στην Αρχαιολογική Υπηρεσία παραχωρήθηκε το 1973 οπότε με ήπιες επεμβάσεις σταδιακά μετατράπηκε σε μουσείο και δημιουργήθηκαν γραφεία και εργαστήρια (σε δύο στάθμες πάνω από το ισόγειο), καθώς και αποθήκες και εκθεσιακοί χώροι, σε τρεις υπόγειες στάθμες αντίστοιχα.

ΚΑΛΑΜΙΤΣΙΑ
Νότια του χωριού των Μελάνων σε μία κατάφυτη κοιλάδα με ειδυλλιακό τοπίο καλά προστατευμένη ανάμεσα σε χαμηλούς λόφους διατηρείται ημιερειπωμένο το επιβλητικό συγκρότημα του Πύργου – Ανακτόρου στα Καλαμίτσια θέρετρο άλλοτε των Ιησουιτών Νάξου (εικ. 1-2). Aνεγέρθηκε μάλλον κατά τα έτη 1679-1681 από μία ενδιαφέρουσα μορφή της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας που έδρασε κατά το β’ μισό του 17ου και τις αρχές του 18ου αιώνα, τον Robert Saulger, ηγούμενο του τάγματος των Ιησουιτών της Νάξου. Η πρωιμότερη αναφορά στο οικοδόμημα εντοπίζεται σε μία επιστολή του έτους 1683 του ηγουμένου των Ιησουιτών Σαντορίνης Guilly. Λίγα χρόνια αργότερα επισκέφτηκε την περιοχή και το ανάκτορο ο Γάλλος φυσιοδίφης Joseph-Pitton de Tournefort, ο οποίος καταγράφει: «Το εξοχικό των Ιησουιτών είναι ωραίο…Πρόκειται για επίτευγμα που ξεπερνά την ικανότητα των αρχιτεκτόνων τους (των Ελλήνων)». Ο ίδιος επισημαίνει την άμεση σχέση του κτηρίου με θαυμάσιους κήπους και περιβόλια που εκτείνονται: «μέχρι την κοιλάδα των Μελάνων, το πιο ευχάριστο σημείο του νησιού». Το ‘’ανάκτορο’’ ή ‘’πύργος’’ ή ‘’θέρετρο’’ ή ‘’παλάτι’’ των Ιησουιτών Νάξου, όπως αναφέρεται στη βιβλιογραφία, αποτέλεσε σημαντικό κέντρο αγροτικής παραγωγής και εκμετάλλευσης καθώς και εξοχική κατοικία τριών διαδοχικά καθολικών μοναστικών ταγμάτων, των Ιησουιτών (1683-1773), Λαζαριστών (1773-1878) και Σαλεσιανών μοναχών (1881-1927).
Το κτήριο οικοδομήθηκε σε μία εξαιρετική, πολύ καλά επιλεγμένη τοποθεσία, σε ένα μικρό πλάτωμα, το οποίο διαμορφώνεται στην πλαγιά χαμηλού λόφου, που κατέρχεται με αμφιθεατρική κλίση από ανατολικά προς δυτικά ανάμεσα στις Μέλανες και την Ποταμιά. Στο σημείο που το πλάτωμα απολήγει και το έδαφος υποχωρεί με κατηφορική κλίση προς δυτικά διαμορφώνοντας μία στενή, προοδευτικά διευρυνόμενη, τριγωνική κοιλάδα, οικοδομήθηκε το επίμηκες θέρετρο των Ιησουιτών με κατεύθυνση από βορρά προς νότο. Αξιοποιώντας την κλίση του εδάφους το κτήριο εμφανίζεται διώροφο στα ανατολικά (εικ. 3-5) και τριώροφο με εντυπωσιακή πρόσοψη στα δυτικά (εικ. 6-8) με μέγιστες διαστάσεις περίπου 37 μ. μήκος και 13 μ. πλάτος. Το κεντρικό τμήμα του κτηρίου είναι ορθογώνιο, μήκους περίπου 11 μ. και πλάτους 6 μ., και πλαισιώνεται από βοηθητικούς χώρους προς βορρά και νότο που εξέχουν με πυργοειδή μορφή στη δυτική πρόσοψη. Στο κεντρικό τμήμα της κατώτερης στάθμης του κτηρίου που είναι προσιτή μόνο από δυτικά διαμορφώνεται εντυπωσιακό πρόπυλο με δύο ογκώδεις πεσσούς που στήριζαν μάλλον ξύλινη κατασκευή (εικ. 7). Το πλάτωμα στα ανατολικά του κτηρίου διαμορφωνόταν με μεγάλους αναλημματικούς τοίχους σε αύλειο χώρο, όπου διατηρούνται προσκτίσματα, στάβλοι, μαγειρεία, αποθήκες και λίγο βορειότερα περιστερεώνας. Το συνολικό εμβαδόν των κτηριακών εγκαταστάσεων του θερέτρου ανέρχεται περίπου σε χίλια επτακόσια τετραγωνικά μέτρα (1700 τ.μ.).
Δύο σημαντικά στοιχεία διαμορφώνουν το περιβάλλον του μνημείου. Το πρώτο είναι η συστηματική αξιοποίηση των υδάτινων πόρων που συλλέγονταν με σύστημα υπέργειων και υπόγειων αγωγών σε υδατοδεξαμενές δυτικά του κτηρίου (εικ. 8). Το δεύτερο στοιχείο υπήρξε η μεγάλης κλίμακας ανθρώπινη επέμβαση στη στενή κοιλάδα δυτικά του οικοδομήματος, όπου διαμορφώθηκε με λιθόκτιστους αναλημματικούς τοίχους ένα σύστημα επάλληλων πλατωμάτων σχήματος Π για την ανάπτυξη αγροτικών καλλιεργειών και την φύτευση ελαιοδένδρων, που αρδεύονταν από τα ύδατα των δεξαμενών οι οποίες βρίσκονται στο ψηλότερο επίπεδο αυτών των διαμορφώσεων (εικ. 1).
Το κτήριο σήμερα διατηρείται σε ημιερειπιώδη κατάσταση και παρουσιάζει σημαντικά στατικά προβλήματα: αποκολλήσεις και καταπτώσεις δύο γωνιακών τμημάτων του, κατά τόπους ρηγματώσεις, αποσάρθρωση εξωτερικών και εσωτερικών επιχρισμάτων, κατάπτωση δωμάτων κτλ. Ωστόσο, το μνημείο συνιστά με το εντυπωσιακό μέγεθος του, τον ξεχωριστό αρχιτεκτονικό τύπο του, την διαλεκτική σχέση του με μεγάλης κλίμακας επεμβάσεις στο φυσικό τοπίο για την εκμετάλλευση των υδάτινων πόρων και την ανάπτυξη αγροτικών καλλιεργειών ένα ξεχωριστό και πολύ σημαντικό μνημείο της περιόδου της Οθωμανικής κυριαρχίας στη Νάξο, που αποτυπώνει την έντονη δράση δυτικών μοναστικών ταγμάτων στο νησί και συνδέεται με την λειτουργία της Γαλλικής Εμπορικής Σχολής στο Κάστρο της Χώρας.
Ο Πύργος στα Καλαμίτσια με την Υ.Α. ΥΠΠΕ/ΑΡΧ/Β1/Φ27/63118/1414/9-11-1982 (ΦΕΚ 3/Β/11-1-1983) χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο με ζώνη προστασίας περιμετρικά ακτίνας 200 μέτρων. Από τον Ιανουάριο έως και τον Απρίλιο του έτους 2018 πραγματοποιήθηκαν από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων εργασίες καθαρισμού και ανάκτισης του αναλημματικού τοίχου του αύλειου χώρου στα νότια του κτηρίου, ο οποίος είχε καταπέσει και έφραζε την διέλευση των ομβρίων υδάτων (εικ. 9-10). Ακόμη πραγματοποιήθηκαν καθαρισμοί στα δώματα και στον περιβάλλοντα χώρο του μνημείου με αποτέλεσμα να αποκαλυφθούν οι πεσσοί της μνημειακής δυτικής εισόδου.

Δημήτρης Χατζηλαζάρου