Μνημεία

Η Βυζαντινή Πάρος

Με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης ως πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 330 μ.Χ., η γεωγραφική θέση της Πάρου, του τρίτου μεγαλύτερου νησιού (περίπου 196 χλμ2) των Κυκλάδων, στο κέντρο του Αιγαίου, συνέβαλε στη γεωπολιτική αναβάθμιση και οικονομική ευημερία της κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο.

Διοικητικά ανήκε ως τα μέσα του 6ου αι., στην Επαρχία Νήσων ενώ το 536 εντάχθηκε στην quaestura exercitus (την διοικητική μονάδα που δημιούργησε ο Ιουστινιανός, προκειμένου η Καρία, τα νησιά του Αιγαίου και η Κύπρος να συνδράμουν στη συντήρηση του στρατού των παραδουνάβιων επαρχιών της Μικράς Σκυθίας και Κάτω Μοισίας).

Η Πάρος ήταν επισκοπική έδρα ήδη από τον 4ο αι. υπαγόμενη στη Μητρόπολη της Ρόδου. Μαρτυρία για την εξάπλωση της χριστιανικής θρησκείας στην Πρώιμη Βυζαντινή Πάρο είναι η βασιλική της Καταπολιανής (ή Εκατονταπυλιανής), ένα από τα σημαντικότερα βυζαντινά μνημεία της Ελλάδας, μαζί με δύο άλλες βασιλικές, την βασιλική των «Τριών Εκκλησιών» έξω από την Παροικιά και την βασιλική του Αγίου Γεωργίου στον Βουτάκο. Αυτά τα μνημεία διατηρούν εξαιρετικά δείγματα γλυπτικής αλλά και  τοιχογραφιών (Καταπολιανή) από την περίοδο.

 

Καταπολιανή

Η  Παναγία Καταπολιανή είναι αναμφισβήτητα το σημαντικότερο βυζαντινό μνημειακό σύνολο του Αρχιπελάγους και ένα από τα γνωστότερα ορθόδοξα προσκυνήματά του.

Αποτελείται από την κεντρική μεγάλη σταυρική τρουλαία βασιλική που είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Οι εντυπωσιακές σειρές των μαρμάρινων κιονοστοιχιών από λευκό με γκριζωπές νευρώσεις μάρμαρο, σε συνδυασμό με τους πολύχρωμους θολίτες από πωρόλιθο, εντυπωσιάζουν. Εσωτερικά, οι τοίχοι του ναού ήταν καλυμμένοι με ορθομαρμάρωση, μωσαϊκά και τοιχογραφίες. Σημαντικές κτητορικές επιγραφές έχουν διασωθεί στον ναό βάσει των οποίων σημαντικός παράγων ανέγερσης της Καταπολιανής ήταν ο Επίσκοπος Υλάσιος. Το εντυπωσιακό σύνθρονο, το κιβώριο στο Ιερό όπως και το τέμπλο, μαζί με σωζόμενα τμήματα του μαρμάρινου άμβωνα μαρτυρούν τον πλούτο της αρχιτεκτονικής διακόσμησης του μνημείου.

Στη βορειονατολική πλευρά της Παναγίας βρίσκεται το παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου, μια τρίκλιτη βασιλική στο επίπεδο του ισογείου που συνδυάζεται με τον σταυροειδή εγγεγραμμένο στο επίπεδο των υπερώων («μικτός τύπος»), το παρεκκλήσι των Αγίων Αναργύρων στην νοτιοανατολική καθώς και το λεγόμενο Βαπτιστήριο στην νότια. Το τελευταίο είναι μια τρίκλιτη βασιλική με τρούλο και νάρθηκα ενώ σταυρόσχημη λεκάνη σώζεται μπροστά από την αψίδα. Οι πωρόλιθοι των θόλων κι η γλυπτική διακόσμηση, συχνά από αρχαία σπόλια κυριαρχούν στο εσωτερικό.

Οι αναστηλωτικές και ανασκαφικές εργασίες που πραγματοποιήθηκαν στην Καταπολιανή από τον Α. Ορλάνδο (1959-1964) αποκατέστησαν την αρχική μορφή του συγκροτήματος και αποκάλυψαν το δυτικό αίθριο. Η μεγάλη σταυρική βασιλική, αποδιδόταν στην εποχή του Ιουστινιανού, γύρω στα μέσα του 6ου αι. Η σύγχρονη έρευνα από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων και άλλους μελετητές τείνει να αναθεωρήσει την χρονολόγηση στον 7 ή και στον 8ο αι.

Είχε κτιστεί πιθανότατα πάνω σε πρωιμότερη τρίκλιτη βασιλική, που εδράζεται σε ψηφιδωτό δάπεδο κοσμικού κτηρίου, ίσως γυμνασίου, των αρχών του 4ου αι. Η παράδοση αποδίδει την ανέγερση του ναού της Θεοτόκου σε αυτοκρατορική χορηγία και η ποιότητα του διακόσμου και η κατασκευή του, επιβεβαιώνουν στην άποψη αυτή. Στο συγκρότημα σώζονται μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη και σπαράγματα τοιχογραφιών από την πρωτοβυζαντινή ως και την μεταβυζαντινή περίοδο.
Ο ναός εντάσσεται μέσα σε νεότερο περίβολο και συγκρότημα διώροφων κελλιών μαζί με παρεκκλήσια, που οι οικοδομικές τους φάσεις χρονολογούνται στο 17ο και 18ο αι.

Στους χώρους και στα κελλιά της Εκατονταπυλιανής διαφυλάσσονται σήμερα δύο ενδιαφέρουσες συλλογές. Παλαιοχριστιανικά γλυπτά και επιγραφές από το σύνολο των βασιλικών της Πάρου αποτελούν σημαντική συλλογή του είδους τους στις Κυκλάδες.

Τέλος, οι πρόσφατες ανασκαφικές έρευνες της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων στα ανατολικά του συγκροτήματος έφεραν στο φως νέα στοιχεία για την ιστορία του μνημείου επί τη βάσει των αρχιτεκτονικών και κεραμικών ευρημάτων.

 

Βασιλική των «Τριών Εκκλησιών».

Η βασιλική των «Τριών Εκκλησιών» βρίσκεται στα ανατολικά της Παροικιάς, περίπου ένα χιλιόμετρο ΒΑ της Καταπολιανής στο δρόμο που οδηγεί στην Νάουσα.  Πήρε την ονομασία της από τρεις μεταβυζαντινές εκκλησίες που είχαν ανεγερθεί στη θέση αυτή χρησιμοποιώντας υλικό από την ίδια τη βασιλική και αρχαία κτήρια. Κατά τις ανασκαφές του Ορλάνδου στα 1960-1961, όταν απομακρύνθηκαν σχεδόν στο σύνολό τους από το χώρο, αποκαλύφθηκε η πρώιμη βυζαντινή τρίκλιτη βασιλική με νάρθηκα (μεταξύ δε των αρχιτεκτονικών ευρημάτων ήταν και Ιωνικό κιονόκρανο που έφερε επιγραφή που συνδέεται με τον Παριανό ποιητή του 7ου αι π.Χ., Αρχίλοχο).
Από τον ιδιαίτερα πλούσιο γλυπτό διάκοσμο του ναού, αναφέρεται ενδεικτικά ο εντυπωσιακός του άμβωνας, με διπλή κλίμακα και κυκλικό εξώστη, παρόμοιο της Καταπολιανής και  διακοσμημένος με παγώνια, σταυρούς και άλλα γεωμετρικά μοτίβα.

Με βάση τη γλυπτή διακόσμησή του ο ναός έχει χρονολογηθεί από τον Ορλάνδο στο α΄μισό του 6ου αι. Η σύγχρονη έρευνα ωστόσο τείνει να αναθεωρήσει τη χρονολόγηση αυτή στον 8ο αι.

 

Παραθαλάσσιοι οικισμοί και παριανά εργαστήρια κεραμικής

Σύμφωνα με τα μέχρι ώρα γνωστά στοιχεία αλλά και με βάση τις πιο πρόσφατες ανασκαφικές έρευνες της Εφορείας Αρχιαοτήτων Κυκλάδων, Υστερορωμαϊκοί – Πρωτοβυζαντινοί οικισμοί υπήρχαν γύρω από τις βασιλικές της Καταπολιανής, τις «Τρεις Εκκλησιές» και τον Άγιο Γεώργιο Βουτάκου, και επίσης γύρω από δύο επιπλέον βασιλικές όπου μετά ανεγέρθησαν οι βυζαντινές εκκλησίες της Ευαγγελίστριας στα Επισκοπιανά στα ΝΔ της Παροικιάς, και μια ερειπωμένη ανώνυμη εκκλησία στα Πρωτόρια ΝΔ της Νάουσας. Μια εγκατάσταση είναι επίσης γνωστός στα ΝΑ του νησιού που περιβάλλει την εκκλησία του 13ου αι., του Αγίου Γεωργίου Θαλασσίτη στο Πίσω Λιβάδι, όπου βρέθηκαν ταφές του τέλους του 6ου με αρχές του 7ου αι. Οι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν από Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων τα τελευταία χρόνια εμπλουτίζουν την εικόνα αυτή:

Η ανασκαφή στην Καταπολιανή έφερε στο φως κεραμική που χρονολογείται κυρίως από τα μέσα του 4ου ως και περίπου τα μέσα με τέλη του 7ου αι.: Οι εισαγωγές αμφορέων και ερυθροβαφών από τη Μικρά Ασία, την Κύπρο, την Παλαιστίνη και την Βόρεια Αφρική δείχνουν ότι η Πάρος συνδεόταν με την υπόλοιπη αυτοκρατορία, μέσω θαλάσσιων εμπορικών και πιθανώς και προσκυνηματικών διαδρομών. Το μνημειακό συγκρότημα ήταν επίσης καταναλωτής, αν όχι παραγωγός, τοπικών αγροτικών και κεραμικών προϊόντων της Παροικιάς και του νησιού γενικά, όπως αποδεικνύεται από τους παριανούς αμφορείς που βρέθηκαν. Παριανοί αμφορείς της πρωτοβυζαντινής περιόδου βρέθηκαν σε ανασκαφικές εργασίες και στο παρεκκλήσι  της Ευαγγελίστριας του ναού του Αγίου Κωνσταντίνου (17ος αι.), στο λόφο του κάστρου της Παροικιάς, κοντά στο σύγχρονο λιμάνι.

Αν όχι ίσης σημασίας, αλλά ακόμα πολύ σημαντικό αυτή την περίοδο ήταν το δεύτερο λιμάνι του νησιού, η Νάουσα. Πράγματι, σημαντική για την οικονομική ιστορία του νησιού είναι η ανακάλυψη δύο μεγάλης κλίμακας και καλοδιατηρημένων κεραμικών κλιβάνων στη θέση Λάγγερη της Νάουσας, που παρήγαν δύο τύπους αμφορέων κατά την ύστερη Ρωμαϊκή / Πρώιμη Βυζαντινή περίοδος (Παριανός τύπος 1 και Παριανός τύπος 2), ένα σπάνιο εύρημα στο Πρώιμο Βυζαντινό Αιγαίο. Αυτή η μαζική παραγωγή αμφορέων της Παριανής στοιχειοθετεί ότι η Πάρος, που ανήκε στην quaestura μετά το 536 έως το τέλος του 7ου αιώνα, ήταν σημαντικός προμηθευτής γεωργικών προϊόντων στον αυτοκρατορικό στρατό. Επιπρόσθετα, παρόμοια παραδείγματα Παριανών αμφορέων έχουν εντοπιστεί στη Νάξο, τη Θήρα και το Δεσποτικό. Τέλος, με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα είναι σαφές ότι τα εργαστήρια της Λάγγερης  εγκαταλείφθηκαν μετά τον 7ο ή στις αρχές του 8ου αι. και η θέση δεν κατοικήθηκε καθ ‘όλη τη διάρκεια της υπόλοιπης βυζαντινής περιόδου.

Με βάση τα ως τώρα ιστορικά και αρχαιολογικά η ακμή της πρωτοβυζαντινής Πάρου συνεχίστηκε μέχρι περίπου τα μέσα του 8ου αι. Κατά την μεσοβυζαντινή περίοδο που κράτησε περίπου ως την ίδρυση του Δουκάτου του Αιγαίου από τον Ενετό Marco I Sanudo το 1207, η Πάρος έζησε  περιόδους αναταραχών και ερήμωσης λόγω των πειρατικών επιδρομών αλλά και σεισμών, της έκρηξης του ηφαιστείου της Θήρας κ.ά.

Γι’ αυτήν την περίοδο, σημαντικές πληροφορίες αντλούνται από το βίο του 9ου αιώνα της Οσίας Θεοκτίστης από τη Λέσβο, που γράφτηκε από τον Νικήτα Μάγιστρο τον 10ο αι.: Η Θεοκτίστη δραπέτευσε από ένα πειρατικό πλοίο που είχε αγκυροβολήσει στην Πάρο στο δρόμο του από τη Λέσβο προς τη Βόρεια Αφρική, κατάφερε να βρει το δρόμο της από τη Νάουσα προς την Παροικιά μέσα από το δάσος που είχε καλύψει το εγκαταλελειμμένο νησί και έζησε για 35 χρόνια στην έρημη Καταπολιανή, όπου τελικά πέθανε. Τη ζωή της αφηγήθηκε ο ασκητής Συμεών στον Νικήτα Μαγίστρο τον 10ο αι. όταν συναντήθηκαν στο έρημο νησί της Πάρου, στην εγκαταλελειμμένη εκκλησία της Παναγίας.

Αν και η εικόνα για τη μεσοβυζαντινή Πάρο από αυτήν την σπάνια και πολύτιμη γραπτή πηγή είναι ίσως υπερβολική, ωστόσο πρέπει σε ένα σημαντικό βαθμό να απηχεί την πραγματικότητα καθώς μάλιστα έρχεται σε συμφωνία με τα αναλογικά ευάριθμα σωζόμενα παραδείγματα, αρχιτεκτονικά και καλλιτεχνικά, της περιόδου στο νησί. Από την άλλη, παραδείγματα όπως ο Άγιος Ιωάννης Θεολόγος στο Κάτω Μαράθι, επιβεβαιώνουν ότι το νησί δεν ήταν έρημο.

 

Άγιος Ιωάννης Θεολόγος στο Κάτω Μαράθι

Η μικρή εκκλησία βρίσκεται στο Κάτω Μαράθι, δυτικά του χωριού Κώστος. Ανήκει σε μια παραλλαγή του τύπου του μονόκλιτου σταυροειδούς εγγεγραμμένου τρουλαίου ναού – που αφθονεί στο Αιγαίο, και σύμφωνα με τυπολογικές συγκρίσεις χρονολογείται μεταξύ του 11ου και 13ου αι.

——————————————————

Μετά την τέταρτη σταυροφορία, μετά το 1207 (ή σύμφωνα με νεότερες έρευνες, 1210 ή 1213/14), η Πάρος ανήκε στο Δουκάτο του Αιγαίου που ιδρύθηκε από τον Marco I Sanudo της Βενετίας και κυβερνήθηκε από τις οικογένειες Sanudo, Crispi και Sommaripa. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, κτίστηκαν τρία κάστρα, στην Παροικιά, στον Κέφαλο και στη Νάουσα. Το τέλος αυτής της περιόδου ήρθε το 1537, όταν η Πάρος κατακτήθηκε από τον Οθωμανό Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, ο οποίος κατέλαβε το κάστρο του Κεφάλου, το οποίο ήδη από το 1460 ήταν η έδρα των ηγεμόνων Sommaripa.

Από τις λίγες γνωστές βυζαντινές εκκλησίες στην Πάρο, με εξαίρεση τον Άγιο Ιωάννη Θεολόγο στο Κάτω Μαράθι (11ος-13ος αι.), οι περισσότερες χρονολογούνται στον 13ο αι. και χτίστηκαν στις τοποθεσίες πιθανώς παλαιότερων πρωτοβυζαντινών εγκαταστάσεων (η ανώνυμη εκκλησία στα Πρωτόρια, Άγιος Γεώργιος Θαλασσίτης στο Πίσω Λιβάδι, Ευαγγελίστρια στα Επισκοπιανά).

 

Άγιος Γεώργιος Θαλασσίτης

Βρίσκεται στο Πίσω Λιβάδι, κοντά στη Μάρπησσα. Πρόκειται για μια μικρή μονόκλιτη εκκλησία, καμαροσκέπαστη εσωτερικά, με αμφικλινή στέγη εξωτερικά και τέσσερα μικρά παράθυρα, τα οποία δίνουν φως στο εσωτερικό της. Η εκκλησία διατηρεί μερικά από τα σπάνια παραδείγματα βυζαντινής ζωγραφικής στην Πάρο, τα οποία έχουν αποδοθεί σε ένα επαρχιακό στυλ που χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 13ου αι. Οι τοιχογραφίες κάλυπταν κάποτε όλους τους τοίχους. Σήμερα, στο κόγχη του Ιερού υπάρχουν ίχνη απεικόνισης του Χριστού. Στους μακρούς τοίχους του ναού, οι τοιχογραφίες αναπτύσσονται σε δύο ζώνες με βαθύ κυανό υπόβαθρο. Η ανώτερη ζώνη είχε προτομές αγίων, ενώ στην κάτω, καλύτερα διατηρημένη ζώνη απεικονίζονταν μεταξύ άλλων οι Άγιος Λαυρέντιος, Άγιος Δημήτριος, Άγιος Θεόδωρος, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, Άγιος Γεώργιος.

 

Κάστρα

 

Κάστρο Παροικιάς

Σύμφωνα με τις έρευνες του Δημήτρη Αθανασούλη, το κάστρο της Παροικιάς οικοδομήθηκε στο β΄ μισό του 7ου αι. και εντάσσεται στα οικοδομικά προγράμματα των βυζαντινών αυτοκρατόρων στο Αρχιπέλαγος με στόχο την απώθηση του θανάσιμου αραβικού κινδύνου.

Η αρχαία ακρόπολη της Πάρου τειχίζεται με ισχυρά τείχη, τα οποία διατηρούνται τμηματικά λόγω κατάρρευσης του θαλάσσιου μετώπου. Διατηρείται ο ανατολικός γραμμικός περίβολος, ο οποίος ενισχύεται στο μέσον με έναν μικρό τριγωνικό πύργο και στο βόρειο άκρο με ένα, μεγάλων διαστάσεων, πεντάπλευρο πύργο που υψωνόταν πολύ ψηλότερα από το περίδρομο. Ο πύργος ήλεγχε την παρακείμενη πύλη της ακρόπολης. Το ισόγειο που φιλοξενεί ένα μεταβυζαντινό ναό, αρχικά θα είχε χρήση που συνδεόταν με την πύλη. Οι προσόψεις της οχύρωσης οικοδομούνται από αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη από λευκό παριανό μάρμαρο. Η τοποθέτησή τους γίνεται με σύστημα, ώστε να επιτευχθεί ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Τα πάλλευκα μαρμάρινα τείχη αποβλέπουν να προσδώσουν εμβληματικό χαρακτήρα στην οχύρωση, η οποία λειτουργεί ως υλική προβολή της ισχύος της αυτοκρατορίας. Μπορούμε να φανταστούμε την εντύπωση που θα προκαλούσε στον εισερχόμενο στο λιμάνι η απαστράπτουσα ακρόπολη πάνω στον λόφο από την μια μεριά και η πάλλευκη Καταπολιανή από την άλλη, η οποάι οικοδομήθηκε ταυτόχρονα με το κάστρο. Στην ενετική περίοδο προστέθηκε ένας ημικυκλικός προμαχώνας και αναπτύχθηκε η δόμηης οικιών μέσα και έξψ από τον περίβολο. Επίσης, πολλές μεταβυζαντινές εκκλησίες χτίστηκαν μέσα στο κάστρο, μερικές από τις οποίες είχαν ενσωματώσει ένα μέρος ή ήταν σε επαφή με τον πεντάπλευρο πύργο του (Παναγία του Σταυρού (1514), Αγία Άννα, Αγία Αικατερίνη).

Κάστρο Νάουσας 

Το κάστρο της Νάουσας χτίστηκε μεταξύ του 14ου / 15ου αι. Σώζονται από τον οχυρωμένο οικισμό τρεις πύλες,  ενώ ο  κυκλικός πύργος στην είσοδο του λιμανιού είναι χτισμένος στις αρχές του 16ου αιώνα.

 

Κέφαλος.

Η κορυφή του υψώματος Κεφάλου, στη νοτιοανατολική Πάρο, σήμερα καταλαμβάνεται από το μεταβυζαντινό μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου. Το ενετικό κάστρο χτίστηκε περίπου το 1500 από τον κυβερνήτη της Πάρου, Nicolo I Sommaripa (1462-1505), ως βάση του σε έναν προϋπάρχοντα οχυρωμένο οικισμό του που η πρώτη του φάση θα μπορούσε ακόμη και να χρονολογείται στον ύστερο 13ο αι. Ερείπια του κάστρου και του οχυρωμένου οικισμού σώζονται στους πρόποδες του λόφου, που διακρίνονται δύο σειρές αμυντικών τειχών. Ανάμεσα στα ερείπια των τειχών του κάστρου υπάρχουν σπίτια και μικρές ερειπωμένες εκκλησίες και καλύτερα διατηρημένη τη μικρή μονόχωρη καμαροκέπαστη εκκλησία του Ευαγγελισμού (1410). Η κατάληψη του κάστρου του Κεφάλου το 1537 από τον Οθωμανό Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, που υπερασπίστηκε η Cecilia Venieri και ο σύζυγός της Bernardo Sagredo, σηματοδοτούν το τέλος της ενετικής εποχής στο νησί.

Παρόλο που η οθωμανική κατοχή ξεκινά το 1537, η Φραγκοκρατία τελείωσε τελικά το 1579, με το τέλος της διακυβέρνησης του Joseph Nasi (1566-1579), στον οποίον δόθηκε η διοίκηση του Δουκάτου από τον Σουλτάνο Σελίμ Β ‘. Από τότε μέχρι την Ελληνική Επανάσταση, η Πάρος ήταν υπό οθωμανικό έλεγχο με ένα μικρό διάστημα κατά τη διάρκεια του 1770-1774, όταν η Νάουσα έγινε η ναυτική βάση του ρωσικού στόλου κατά τη διάρκεια του Ρωσο-τουρκικού πολέμου.

Η Μητρόπολη της Παροναξίας ιδρύθηκε ξανά στη Νάξο το 1553 και η άνθισή της, εκφράστηκε, μεταξύ άλλων, με την ίδρυση πολλών μοναστηριών, εκκλησιών και παρεκκλησιών, κυρίως μονόχωρων, σε όλο το νησί μετά τον 17ο αι., καθώς και τον μεγάλο αριθμό εικόνων της Κρητικής Σχολής, γεγονός που αποδίδεται στα προνόμια που παραχωρήθηκαν στα νησιά από το Αχτιναμέ του Σουλτάνου Μουράτ Γ΄ (1580). Μεταξύ των προνομίων ήταν το δικαίωμα να οικοδομηθούν νέες εκκλησίες ή να επισκευαστούν παλαιότερες. Καθοριστική σε αυτή την άνθιση ήταν τον 18ο αι. η συμβολή της οικογένειας Μαυρογένη, με πρώτο τον Νικόλαο Μαυρογένη, πρίγκιπα της Βλαχίας.

Κάστρο Αντιπάρου

Ιδρύθηκε από τους ηγεμόνες του, Giovanni Lorentano και Maria Sommaripa, μεταξύ 1440 και 1446, και εξελίχθηκε σε χαρακτηριστικό παράδειγμα μικρού οχυρωμένου οικισμού των νησιών του Αιγαίου. Με τις πρόσφατες έρευνες της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων υπό την διεύθυνση του Δημήτρη Αθανασούλη, αρχικά οικοδομήθηκε ένας ισχυρός κυλινδρικό πύργος με χαμηλό κυκλικό περίβολο. Αργότερα, ο πύργος ταπεινώθηκε και προστέθηκε επικλινής ενίσχυση (σκάρπα) στην βάση του. Σε τρίτη φάση σχεδιάστηκε ο ορθογωνικός περίβολος με τα σπίτια να αναπτύσσονται στο εσωτερικό του. Οι κατοικίες αναπτύσσονται σε τρία επίπεδα και κατανέμονται στις πλευρές του τετραγώνου σε συνεχή δόμηση. Αργότερα οι οικίες αναπτύχθηκαν γύρω από τη βάση του κυλινδρικού κεντρικού Πύργου. Η μοναδική είσοδος στον οικισμό βρισκόταν στο ισόγειο οικίας της νότιας πτέρυγας. Στην εξέλιξή του ο οικισμός επεκτάθηκε εξωτερικά της νότιας πτέρυγας με τη μορφή ορθογώνιου δακτυλίου που φέρει την ονομασία «Ξώπυργα» ή «Ξώπυργο».  Στις μεταγενέστερες φάσεις του οικισμού ανήκουν και οι ναοί του Κάστρου. Εντός των ορίων του αρχικού πυρήνα του Κάστρου Αντιπάρου βρίσκονται οι ναοί του Χριστού (μονόκλιτος τρουλλαίος), του Προδρόμου (μονόχωρος, καμαροσκέπαστος) και του Αγίου Αντωνίου (μονόκλιτος επιπεδόστεγος).

 

Δεσποτικό

Η πρόσφατη μελέτη της κεραμικής της παραθαλάσσιας πρωτοβυζαντινής  εγκατάστασης που αποκαλύπτεται στην Μάντρα του Δεσποτικού,  έδειξε ότι η κεραμική που βρέθηκε στο Δεσποτικό εισήχθη (ίσως ενίοτε μέσω της Πάρου) από γνωστά κέντρα παραγωγής όπως η Βόρεια Αφρική, η Μικρά Ασία, η Κύπρος και τα παράλια του Αιγαίου αλλά και από την ίδια την Πάρο όπως αποδεικνύεται από το υλικό των Παριανών αμφορέων που βρέθηκε. Η κεραμική αυτή αποτελεί τεκμήριο χρονολόγησης της εγκατάστασης  μεταξύ του 4ου και τουλάχιστον ως τα τέλη του 7ου αι. /αρχές 8ου αι. Παρατηρείται δηλαδή και εδώ το ίδιο «σχήμα» εγκατάλειψης που συναντάται και στους παραθαλάσσιους οικισμούς της Πάρου κατά την ίδια περίοδο, δηλ. στα τέλη του 7ου με αρχές 8ου αι. Επιπλέον είναι μια ιστορική «επανάληψη» αυτού που είχε συμβεί και στους αρχαίους χρόνους,  με την σταδιακή εγκατάλειψη του «εκτός των τειχών» Παριανού ιερού του Απόλλωνα, ως αποτέλεσμα της παρακμής που γνώρισε η Πάρος μετά τους περσικούς πολέμους. Παρομοίως και η  πρωτοβυζαντινή Πάρος λόγω της γεωγραφικής εγγύτητας και της σημαντικής ακμής της  μπορούσε να αποτελεί την τοπική δύναμη που ηγείτο των γειτονικών μικρών νησιών στα δυτικά της και να έχει ιδρύσει και αξιοποιήσει το παραθαλάσσιο οικισμό του Δεσποτικού, ως ένα εξαρτημένο, προκεχωρημένο εμπορικό ενδιάμεσο σταθμό/λιμάνι της στα δυτικά. Αυτό το λιμάνι μπορούσε να εξυπηρετήσει τόσο ένα τοπικό, παράκτιο εμπόριο αλλά και εμπόριο μακρινών αποστάσεων. Με την σταδιακή αποδυνάμωση της Πάρου έπεσε σε μαρασμό και η εγκατάσταση στο Δεσποτικό.