Η νεολιθική περίοδος χαρακτηρίζεται από την μόνιμη εγκατάσταση των πρώιμων κοινοτήτων σε επιλεγμένες θέσεις, την εκτεταμένη χρήση του λίθου, την γεωργία, την κτηνοτροφία και, στην τελική φάση της (5η και 4η χιλιετία π.Χ.), την απαρχή της εκμετάλλευσης των μετάλλων.
Στην Αντίπαρο ενδείξεις ανθρώπινης δραστηριότητας κατά τους νεολιθικούς χρόνους έχουν εντοπιστεί, με βάση κυρίως τα μέχρι σήμερα επιφανειακά ευρήματα, στο Σπήλαιο και στο Βουνί.
Το Βουνί αποτελεί σημαντική θέση της Νεότερης Νεολιθικής περιόδου (5η και 4η χιλιετία π.Χ.). Βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της Αντιπάρου, στο λόφο που υψώνεται βόρεια του όρμου Λιβάδι και δεσπόζει στην εύφορη κοιλάδα του Κάμπου, που τέμνει το νησί στον άξονα BΔ-ΝΑ. Έχει μεγάλη ορατότητα τόσο προς την ενδοχώρα όσο και προς τις δυτικές Κυκλάδες. Στη μέση περίπου της πλαγιάς υπάρχει πηγή με εξαιρετικής ποιότητας νερό.
Σε μικρά πλατώματα που σχηματίζονται στην κορυφή του λόφου και λίγο χαμηλότερα, υπάρχει επιφανειακά αρκετά μεγάλη ποσότητα εργαλείων από οψιανό και απορρίμματα επεξεργασίας του, αρχαίες σκωρίες (κατάλοιπα της εκκαμίνευσης μεταλλευμάτων) καθώς και όστρακα από αγγεία προϊστορικών χρόνων. Η παρουσία σκωριών υποδεικνύει μεταλλουργική δραστηριότητα ήδη από την Νεότερη Νεολιθική περίοδον. Περαιτέρω αρχαιολογικές και αρχαιομεταλλουργικές έρευνες στην περιοχή θα αποσαφηνίσουν τον χαρακτήρα της θέσης.
Για τους κατοίκους του προϊστορικού Αιγαίου το υαλώδες πέτρωμα του οψιανού ήταν η σημαντικότερη και προφανώς η οικονομικότερη πρώτη ύλη για την κατασκευή εργαλείων και όπλων. Η κυριότερη πηγή προέλευσης οψιανού υπήρξε η Μήλος και η εύρεση τέχνεργων, πυρήνων και απολεπισμάτων οψιανού σε όλο το Αιγαίο και την ηπειρωτική Ελλάδα δηλώνει προχωρημένες γνώσεις ναυσιπλοϊας, μαρτυρεί επαφές και παρέχει στοιχεία για μία από τις πρωιμότερες μορφές εμπορίου στον κόσμο.