Αρχαιολογικοί χώροι

Βυζαντινή Αμοργός

Οι γραπτές πηγές για την Αμοργό των βυζαντινών χρόνων είναι ελάχιστες. Την παλαιοχριστιανική περίοδο (4ος-7ος αι.) ανήκει στην Επαρχία των Νήσων (Provincia Insularum), σύμφωνα με τον Συνέκδημο του Ιεροκλέους. Στα πρακτικά της Συνόδου του 536, ο επίσκοπος Θεόδωρος  υπογράφη ως επισκόπος Παρίων, Σιφνίων και Αμουλγιτών πόλεων.

Ο Χριστιανισμός φαίνεται ότι διαδόθηκε αρκετά ενωρίς, όπως διαπιστώνεται από τον εξαγνισμό ειδωλολατρικών αντικειμένων, την ανέγερση ευκτήριου οίκου στα Παραδείσια και την ύπαρξη βασιλικών. Τις γνώσεις μας για την παλαιοχριστιανική περίοδο, εκτός από τις πηγές και τους ναούς, συμπληρώνουν οι ανασκαφές που διενεργούνται τα τελευταία χρόνια στα Κατάπολα. Στους αυτοκρατορικoύς  χρόνους η Αμοργός και συγκεκριμένα τα Κατάπολα αποτέλεσαν τόπο εξορίας για επιφανείς Ρωμαίους, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την ακμή του λιμένα. Στα Κατάπολα έχουν έρθει στο φως σημαντικά οικοδομικά λείψανα οικιών και λουτρών που χρονολογούνται από τους αυτοκρατορικούς χρόνους μέχρι και τον 8ο αι. Στα χαμηλότερα άνδηρα της βόρειας κλιτύος της αρχαίας πόλης της Μινώας είναι ορατοί ακόμα και σήμερα ορισμένοι υπέργειοι τάφοι από  το νεκροταφείο της πόλης που χρονολογούνται στους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους.

Ιδιαίτερα σημαντικός  για τη πρωτοβυζαντινή περίοδο (7ος-9ος αι.) είναι ο  νομισματικός θησαυρός που βρέθηκε στο Καστρί (αρχαία Αρκεσίνη) στην Κάτω Μεριά. Ο θησαυρός αποτελείται από 60 χρυσά νομίσματα (σόλιδοι) και χρονολογείται στα χρόνια του Κωνσταντίνου Δ΄ (668-687). Η απόκρυψη του θησαυρού αυτού σε θαλάσσιο όστρεο έχει σχετιστεί με κάποιον αξιωματούχο του στόλου των Καραβισιάνων που συγκροτήθηκε για την αντιμετώπιση των αραβικών επιδρομών. Την περίοδο αυτή, έχουν χρονολογηθεί και ο πρώτος οικιστικός πυρήνας της Χώρας του νησιού, που οργανώθηκε γύρω από το Κάστρο. Την ίδια περίοδο έχει τοποθετηθεί πιθανότατα ο πρώτος οικιστικός πυρήνας της Λαγκάδας στην Αιγιάλη γύρω από βραχώδη λοφίσκο (Τρουτσούλα). Για την εκκλησιαστική κατάσταση της Αμοργού σημαντική πηγή θεωρείται η Notitia episcopatuum από την οποία πληροφορούμαστε ότι η Αμοργός είναι έδρα επισκοπής από τον 7ο έως τον 9ο αιώνα, η οποία υπάγεται στον μητροπολίτη της Ρόδου.

Από τους ταραγμένους αιώνες της Εικονομαχίας (8ος – 9ος αι.), η Αμοργός είναι γνωστή από ένα μολυβδόβουλο, το οποίο χρονολογείται το 738/739. Στο μολυβδόβουλο αυτό αναφέρεται ο βασιλικός κομμερκιάριος Αμοργού, Μήλου, Άνδρου, Ίου και Ανάφης, που ήταν επιφορτισμένος με τον έλεγχο της εμπορικής δραστηριότητας αυτών των νησιών. Διοικητικά το νησί υπάγεται στο θέμα των Κιββυραιωτών που συστάθηκε το 732 από τον Λέοντα Γ΄ τον Ίσαυρο και είχε ως έδρα την Αττάλεια της Μικράς Ασίας. Στην Αμοργό σώζονται ανεικονικά στρώματα σε δύο ναούς των Καταπόλων.

Η Αμοργός την μέση βυζαντινή περίοδο ( 9ος –12ος αι.) μας είναι γνωστή κυρίως για την ίδρυση στα χρόνια του Αλεξίου Α΄ του Κομνηνού της Μονής της Χοζοβιώτισσας στη νότια αλίμενη ακτή του νησιού. Η ίδρυση της Μονής το 1088 από τον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό αναφέρεται σε μεταγενέστερα πατριαρχικά σιγγίλια που χρονολογούνται ήδη από τον 16ο αιώνα, αλλά και το Βρεβίον της Μονής που χρονολογείται τον 17ο που αντιγράφει παλαιότερο κώδικα του 14ου αιώνα. Τις αρχές του 12ου αι.  ο προσκυνητής Saewulf επισκέφτηκε την Αμοργό στο ταξίδι του  από την Ιταλία στους Αγίους Τόπους, ενώ στα μέσα του ίδιου αιώνα, η Αμοργός αναφέρεται από τον Άραβα γεωγράφο Εντρισί ως ιδιαίτερα κατοικημένη. Εκκλησιαστικά από το 869 και καθ’ όλη τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου, το νησί της Αμοργού είναι έδρα επισκοπής. Στα μέσα του 9ου αιώνα  η Αμοργός εντάσσεται στο θέμα του Αιγαίου.

Η Αμοργός φαίνεται ότι λόγω της προνομιακής γεωγραφικής της θέσης και του ασφαλούς λιμανιού της ήταν χρήσιμη στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας για την απρόσκοπτη κυριαρχία της στο Αιγαίο. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204 και την κατάκτηση του Αιγαίου Πελάγους το 1206/07 η Αμοργός περιέρχεται μαζί με τη Νάξο, την Πάρο, την Μήλο, την Αμοργό, τη Σίφνο και τη Σέριφο στην κατοχή του δούκα της Νάξου, Μάρκου Σανούδου. Την εποχή αυτή χρονολογείται η ενίσχυση του Κάστρου της Χώρας με πολεμίστρες. Γύρω στο 1277-1280 μέχρι τα τέλη του 13ου αιώνα το νησί επανήλθε στη βυζαντινή αυτοκρατορία, υπό τον Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη αυτοκράτορα της Νίκαια.
Για την περίοδο της μακρόχρονης παρουσίας των Ενετών από το 1296 έως το 1537, οι πληροφορίες που αντλούμε από τα αρχεία της Βενετίας και άλλες γραπτές πηγές είναι πολλές. Την περίοδο της πρώιμης Λατινοκρατίας ο οικισμός της Χώρας επεκτείνεται στη νότια πλευρά και δημιουργείται η πλατεία Λόζα. Από την περίοδο  αυτή σώζονται τρία σημαντικά δείγματα κοσμικής αρχιτεκτονικής,  ο πύργος του Γαβρά, όπου σήμερα στεγάζεται η Αρχαιολογική Συλλογή, βιοτεχνική εγκατάσταση βυρσοδεψείου, γνωστό ως Θόλος και καμαροσκέπαστη υδατοδεξαμενή, γνωστή ως Κάτω Λάκκος.

Ο παραδοσιακός οικισμός της Χώρα Αμοργού, κτισμένος σε υψόμετρο 350μ., βρίσκεται σε κομβικό σημείο, στο κέντρο σχεδόν του νησιού. Ο πρώτος πυρήνας του οικισμού ανάγεται στην Μέση Βυζαντινή περίοδο και τοποθετείται στο βραχώδες ύψωμα «Κάστρο» και στις βόρειες και ανατολικές υπώρειες του Κάστρου, τα λεγόμενα «Βορεινά». Με την κατάληψη του νησιού από τους Ενετούς το 1206/07, το Κάστρο οχυρώνεται και ο οικισμός επεκτείνεται στα νότια του Κάστρου. Την περίοδο αυτή δημιουργούνται οι εσωτερικές πλακόστρωτες πλατείες που φέρουν το όνομα «Λόζα» και η κεντρική λιθόστρωτος οδός που διασχίζει κατά μήκος τον οικισμό, η λεγόμενη «Μέση», «Πλατύστενο» ή «Καντιρίμι». Από τον κεντρικό αυτό δρόμο ξεκινούν και καταλήγουν όλα τα καλντερίμια του οικισμού, τα οποία σε ορισμένα σημεία τους είναι στεγασμένα από τον όροφο όμορης οικίας -στην τοπική γλώσσα “εμπροστιάδες”- που πιθανότατα κατασκευάστηκαν για προστασία των κατοίκων από τους πειρατές που λυμαίνονταν το νησί έως και τα μέσα του περασμένου αιώνα.

Τους δύο τελευταίους αιώνες της Ενετοκρατίας χρονολογούνται ο Κάτω Λάκκος, τοξωτή καμαροσκεπής υδατοδεξαμενή (15ος αι.), ο Θόλος, η Σάλα του Γαβρά, στο οποίο στεγάζεται η Αρχαιολογική Συλλογή της Αμοργού (16ος αι.).

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας (1537-1824) η Αμοργός, και ιδιαιτέρως η Χώρα, γνώρισε ημέρες οικονομικής ακμής και “εκκλησιαστικής αναγέννησης”. Αυτό πιστοποιούν οι επιγραφικά τεκμηριωμένες ανακαινίσεις τόσο στη Μονής της Χοζοβιώτισσας και στα Μετόχια της, όσο και σε πολλούς ναούς της Χώρας. Στην ανακαίνιση των εκκλησιών συνέργησε η ακίνητη περιουσία, οι “κτήσεις” της Μονής εντός και εκτός Αμοργού, που παρείχαν την δυνατότητα εξαγοράς της θρησκευτικής ελευθερίας από τους Τούρκους Πασάδες.

Από τις τριάντα εκκλησίες της Χώρας, οι περισσότερες σώζουν επιγραφές ανακαινίσεως στα περίτεχνα μαρμαρένια περίθυρα, όπως ο άλλοτε ενοριακός δισυπόστατος ναός των Αγίων Πάντων (έτος ανακαίνισης 1640), ο μονόχωρος ναός των Αγίων Αποστόλων (έτος ανακαίνισης 1689 και 1762), ο μονόχωρος καμαροσκεπής ναός Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στα ριζά του Κάστρου στα Βορεινά (έτος ανακαίνισης 1744), Μετόχι έως το 1619 της ομώνυμης Μονής της Πάτμου, ο ναός της Αγίας Θεοδοσίας κοντά στην Απάνω Λόζα (έτος ανακαίνισης 1767), ο δίκλιτος τρουλαίος ναός της Κοιμήσεως Θεοτόκου, η σημερινή Μητρόπολη, στην Κάτω Λόζα (έτος ανακαίνισης 1689).

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ναοί στην ύπαιθρο της Χώρας, όπως ο μονόχωρος καμαροσκεπής ναός της Αγίας Άννας στα νοτιοανατολικά της Χώρας της Αμοργού, πάνω ακριβώς στη νότια ακτή του νησιού, ο μονόχωρος καμαροσκεπής ναός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην περιοχή της Μονής της Χοζοβιωτίσσης που σώζει ενυπόγραφες τοιχογραφίες, ο μονόχωρος καμαροσκεπής ναός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου που σώζει στα ανατολικά λείψανα προγενέστερης αψίδας και στα νότια ερείπια παλαιότερου τοίχου με ίχνη ζωγραφικού διακόσμου, ο μονόχωρος καμαροσκεπής ναός του Αγίου Αρτεμίου στα νοτιοδυτικά της Χώρας με κτητορική επιγραφή και τοιχογραφίες που χρονολογούνται στις αρχές του 18ου αιώνα και τέλος, ο μονόχωρος καμαροσκεπής ναός του Αγίου Αθανασίου με τοιχογραφίες που χρονολογούνται βάσει επιγραφής το 1701.

Στα ανατολικά της Χώρας σε εξαιρετικά δύσβατη περιοχή πάνω από τη νότια απόκρημνη ακτή της Αμοργού, βρίσκεται το πιο γνωστό μνημείο της Αμοργού, η Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή Παναγίας της Χοζοβιωτίσσης. Η ίδρυση της Μονής ανάγεται σύμφωνα με μεταγενέστερα σιγίλλια και ένα εξαπτέρυγο του 1682, στα χρόνια του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού τον 11ο αι., ενώ έχει διατυπωθεί ότι το καθολικό της μονής χρονολογείται στην περίοδο της Εικονομαχίας. Η ονομασία Χοζοβιώτισσα, παραφθορά του ονόματος Χοζιβίτισσα ή Κοζιβίτισσα που αναγράφεται και στις επιγραφές των εικόνων, σχετίζεται με την τοποθεσία Χοζιβά ή Χόζοβο της Παλαιστίνης, όπου ήδη από την παλαιοχριστιανική περίοδο υπάρχουν μοναστήρια. Αξιοσημείωτη είναι η ομοιότητα της Μονής με το με τη Μονή του Αγίου Γεωργίου του Χοζεβίτου στο Wadi Qilt ως προς τη μορφή και τη θέση ανέγερσης του. Εκτός της ονομασίας Χοζοβιώτισσα η Μονή είναι γνωστή και με τις ονομασίες Νέα Μονή και Μονή των Σκαλών, ονομασίες που αναφέρονται στο Βρέβιον του μοναστηριού. Εντυπωσιακή είναι η αρχιτεκτονική του μοναστηριού. Το οκταόροφο κτίριο έχει διαστάσεις 40 μ. μήκος και πλάτος που δεν υπερβαίνει τα 5 μ. Στην εξωτερική όψη έχουν προστεθεί σε νεότερη εποχή αντηρίδες (σκάρπες). Στην μονή ο επισκέπτης εισέρχεται από τοξωτή θύρα που ανοίγεται στα ανατολικά και χρονολογείται την περίοδο της Ενετοκρατίας. Το οικοδόμημα περιτρέχει διάδρομος και κλίμακες με καμάρες και τόξα οικοδομημένα με πωρόλιθους από την Μήλο. Τα δάπεδα και οι ξυλοδεσιές είναι κατασκευασμένα από το τοπικό αγριοκυπάρισσο (φείδα).

Η μονή περιλαμβάνει το καθολικό της Μονής που ανήκει στον τύπο του μονόχωρου καμαμοσκεπούς ναού, κελλιά, τράπεζα, μαγειριά, φούρνους, αποθήκες (τα λεγόμενα σοδιαστικά, ωριό (ωρείον), η αποθήκη των δημητριακών τα δημητριακά, βοηθητικούς χώρους για το ζύμωμα του ψωμιού και την αποθήκευση της ξυλείας (κλαδαριό), πατητήρια, τα κελλάρια για το κρασί και το λάδι, ασβεστόλακους και δεξαμενές (γιστέρνες).

Στο Σκευοφυλάκιο της Μονής φυλάσσονται κειμήλια ιδιαίτερης αξίας, όπως φορητές εικόνες, εικονογραφημένα χειρόγραφα, εκκλησιαστικά κεντήματα και εκκλησιαστικά σκεύη, κάποια από τα οποία εκτίθενται από το 2007 στην έκθεση κειμηλίων που φιλοξενείται στη Μονή.

Μεταξύ των εικόνων οι παλαιότερες είναι δεσποτικές του Χριστού Παντοκράτορος και της Παναγίας Γλυκοφιλούσας γνωστής και ως Μαυρομμάτας στον τύπο της Καρδιώτισσας, οι οποίες έχουν χρονολογηθεί στο β΄ μισό του 14ου με αρχές του 15ου αιώνα, η εικόνα της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας με ασημένιο κάλυμμα έπου χρονολογείται στα τέλη του 16ου με αρχές του 17ου αιώνα. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η εικόνα που παριστάνει στο άνω τμήμα Δέηση με την Παναγία, τον Άγιο Γεώργιο ο Βαρσαμήτη και την Αγία Παρασκευή και στο κάτω τμήμα τρεχαντήρι με μοναχούς και πλήρωμα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα που χρονολογείται μετά το 1619 και σήμερα εκτίθεται στην περιοδική έκθεση «Το Αιγαίο φλέγεται» στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μυκόνου.

Πλούσια είναι και η συλλογή χειρογράφων που φυλάσσεται στο μοναστήρι. Ανάμεσα τους συγκαταλέγονται πατριαρχικά σιγίλλια που χρονολογούνται από τον 15ο έως τον 18ο αι., περγαμηνοί κώδικες χρονολογούμενοι από τον 10ο έως τον 15ο αι. και χάρτινοι που χρονολογούνται από τον 13ο έως τον 19ο αιώνα. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν οι Λόγοι του Μεγάλου Βασιλείου, ένα Ευαγγελιστάρι του 11ου αι., ένα Ευαγγελιστάρι του 13ου αι. και ένας μουσικός κώδικάς των τελών του 13ου αιώνα. Τέλος, εξαιρετικά είναι τα εκκλησιαστικά κεντήματα που φυλάσσονται στην μονή και χρονολογούνται τον 18ο και τον 19ο αι., αλλά και τα λειτουργικά σκεύη, όπως σταυροί και κάδοι αγιασμού, λειψανοθήκες κ.α.

Τον 8ο και 9ο αιώνα της περιόδου της εικονομαχίας, χρονολογούνται δύο ναοί στην περιοχή των Καταπόλων. Ο ναός των Αγίων Αναργύρων είναι κτισμένος στο δυτικό άκρο του λιμανιού. Ανήκει στον διαδεδομένο στην Αμοργό τύπο των δισυπόστατων ναών. Το νότιο κλίτος του ναού τιμάται στους Αγίους Αναργύρους, Κοσμά και Δαμιανό, ενώ το βόρειο πρόσφατα αφιερώθηκε στον Άγιο Νεκτάριο. Αποτελείται από δύο καμαροσκεπή ορθογώνια κλίτη τα οποία επικοινωνούν μεταξύ τους με χαμηλά τοξωτά ανοίγματα που εδράζονται σε κτιστούς πεσσούς. Στα ανατολικά ο ναός απολήγει σε δύο ημικυκλικές αψίδες. Το βόρειο τοίχο του κλίτους αυτού, στηρίζουν ενισχυτικές αντηρίδες, ενώ κάτω από αυτό υπάρχουν ίχνη ροής ύδατος, που από τους παλαιότερους θεωρείται αγίασμα. Στο πλαίσιο του Γ΄ Κοινοτικού Προγράμματος Στήριξης πραγματοποιήθηκαν εργασίες αποκατάστασης του ναού και συντήρησης των τοιχογραφιών του. Η ανασκαφική έρευνα στο εσωτερικό του ναού απεκάλυψε στο βόρειο κλίτος δύο διαδοχικά δάπεδα, τα οποία, αφού συντηρήθηκαν, είναι σήμερα ορατά κάτω από δάπεδο plexiglass.

Από τον ζωγραφικό διάκοσμο του μνημείου που σώζεται κυρίως στο νότιο κλίτος, διακρίνονται δυο στρώματα εκ των οποίων το παλιότερο είναι ανεικονικό και το μεταγενέστερο χρονολογείται πιθανότατα στις αρχές του 14ου αι. Ο ναός του Ευαγγελισμού βρίσκεται στο Ξυλοκερατίδι, στα βορειοανατολικά του κόλπου των Καταπόλων. Ο ναός, ορθογώνιου σχήματος, αποτελείται από το ιερό στα ανατολικά που στεγάζεται με ημικυλινδρική εγκάρσια καμάρα και τον κυρίως ναό που στεγάζεται με ελλειψοειδή τρούλλο με ψηλό τύμπανο. Σε εργασίες συντήρησης αποκαλύφθηκαν, κάτω από το μεταγενέστερο στρώμα, σπαράγματα τοιχογραφιών ανεικονικής περιόδου. Στους μεσοβυζαντινούς χρόνους χρονολογούνται πιθανότατα ο ναός του Σταυρού στην ομώνυμη θέση και ο ναός του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου βρίσκεται στο όρος Κρούκελος.

Ο ναός του Σταυρού και του Αγίου Νικήτα βρίσκεται στην περιοχή του Σταυρού στα νοτιοδυτικά της Χώρας Αμοργού. Ο ναός του Σταυρού είναι μία τρίκλιτη καμαροσκεπής βασιλική με ημιερειπωμένο ασκεπή νάρθηκα στα δυτικά και μια ημικυκλική αψίδα στα ανατολικά. Στα νότια του ναού προσκολλήθηκε το μονόχωρο καμαροσκεπές ναΰδριο του Αγίου Νικήτα. Στα ανατολικά του ανοίγεται ημικυλινδρική αψίδα. Από το τοιχογραφικό διάκοσμο των ναών, σώθηκε μόνο στο ναό του Αγίου Νικήτα, μικρή παράσταση του τιμώμενου Αγίου. Ο ναός του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου βρίσκεται στο όρος Κρούκελος στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού. Ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης θολοσκεπούς βασιλικής με τρούλο στο ιερό. Στη βάση της αψίδας του ιερού υπάρχει ημικυκλικό σύνθρονο. Στην οικοδόμηση του ναού έχουν χρησιμοποιηθεί δομικό υλικό αποτελούμενο από πωρόλιθους και αρχιτεκτονικά μέλη σε δεύτερη χρήση που χρονολογούνται στην αρχαία και στην παλαιοχριστιανική περίοδο. Σε μεταγενέστερες φάσεις κατασκευάσθηκαν οι τοξοστοιχίες, η δυτική πρόσοψη του ναού, οι δύο αντηρίδες για την στήριξη του νότιου τοίχου, ο ληνός και το υπολήνιο. Ανατολικά του ναού βρίσκονται δύο καμαροσκεπείς υδατοδεξαμενές. Στα βόρεια του βόρειου κλίτους είναι κτισμένο επίμηκες παρεκκλήσιο με αψίδα στα ανατολικά. Στα δυτικά και νότια του ναού είναι ορατά ερείπια κελλιών και δύο μεγάλοι φούρνοι. Από τον τοιχογραφικό διάκοσμο του ναού, ελάχιστες είναι οι παραστάσεις που σώζονται. Την περίοδο της Φραγκοκρατίας (13ος-16ος αι.), κτίζονται νέοι ναοί και τοιχογραφούνται ναοί παλαιότερων χρόνων. Ο ναός του Αγίου Νικολάου, μετόχι της Μονής Χοζοβιωτίσσης, βρίσκεται στις βόρειες παρυφές του χωριού Καμάρι της Κάτω Μεριάς Αμοργού. Αποτελείται από τρία μονόχωρα κτίσματα στην ανατολική πλευρά των οποίων προεξέχουν τρείς ημικυλινδρικές αψίδες. Στο βόρειο κλίτος έχει προστεθεί θολωτό κτίσμα, του ιδίου περίπου μήκους με το κλίτος, χωρίς ημικυλινδρική αψίδα, ενώ στα νότια τρία κελιά. Τα δύο κλίτη του ναού επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω δύο πλατιών τόξων που στηρίζονται σε πεσσούς, ενώ η επικοινωνία με το τρίτο μεταγενέστερο κλίτος γίνεται από μία χαμηλή θύρα στο νότιο τοίχο του. Στην αψίδα υπάρχει σύνθρονο αποτελούμενο από τρείς βαθμίδες. Το βόρειο κλίτος ήταν νεκρικό παρεκκλήσιο, καθώς σε μικρό αγγείο που είναι τοποθετημένο σε κόγχη του βόρειου τοίχου, σώζονται μέχρι σήμερα οστά. Στο πλαίσιο του Γ΄ Κοινοτικού Προγράμματος Στήριξης πραγματοποιήθηκαν εργασίες αποκατάστασης του ναού και συντηρήθηκαν οι τοιχογραφίες που χρονολογούνται στον 14ο αι. Ο ναός Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου βρίσκεται στην εξαιρετικά δύσβατη περιοχή Κάψαλα στα βορειοανατολικά της Χώρας. Πρόκειται για μονόχωρο καμαροσκέπαστο ναό μικρών διαστάσεων με ημικυκλική αψίδα στα ανατολικά. Σε επαφή με τον βόρειο τοίχο του ναού έχει κτισθεί διώροφο κτίσμα, ενώ στα βορειοδυτικά του υπάρχει ασκηταριό και στα νοτιοδυτικά του αλώνι και μικρή εγκατάσταση ελαιοτριβείου. Το δάπεδο του ιερού Βήματος είναι υπερυψωμένο και καλύπτεται με τετράγωνες πήλινες πλάκες με καμπυλόγραμμες «δακτυλιές», ενώ το δάπεδο του κυρίως ναού με λίθινες πλάκες και ελάχιστες πήλινες. Στο νάρθηκα που διαμορφώθηκε στα δυτικά με την κατασκευή σε μεταγενέστερη φάση εγκάρσιου τοίχου, υπάρχει υπόγεια δεξαμενή, κάτω από το δάπεδο του ναού. Η καμάρα του ναού καλύφθηκε σε κάποια μεταγενέστερη επισκευαστική φάση με πήλινα πλακίδια.

Από τον τοιχογραφικό διάκοσμο του ναού που χρονολογείται τον 17ο αι., σώζονται παραστάσεις μετωπικών αγίων, επεισόδια της ζωής του Αγίου Ιωάννη Χρυσοστόμου και σκηνές από την Παλιά και Καινή Διαθήκη. Από το 2020 πραγματοποιούνται εργασίες αποκατάστασης του ναού, του περιβάλλοντος χώρου και συντήρησης των τοιχογραφιών του. Ο ναός του Αγίου Γεωργίου του Βαρσαμίτη του Παλαιού βρίσκεται στα νοτιοδυτικά της Χώρας της Αμοργού. Πρόκειται για μονόχωρο καμαροσκεπή ναό. Η στέγη του κτίσματος αποτελείται από σχιστολιθικές πλάκες διάφορων μεγεθών. Σε μεταγενέστερη φάση χρονολογούνται δύο αντηρίδες στο νότιο τοίχο του ναού και η κόγχη στα ανατολικά. Από τον τοιχογραφικό διάκοσμο, σώζονται προτομές ανδρικών μορφών, πιθανότατα προφητών σε μετάλλια.

Η Αμοργός κατά την Παλαιοχριστιανική και Πρωτοβυζαντινή περίοδο.
Αν και οι πηγές για την παλαιοχριστιανική και πρωτοβυζαντινή περίοδο είναι πενιχρές, το νησί της Αμοργού, όπως φαίνεται από την πληθώρα των μνημείων που έχουν ανασκαφεί και εντοπισθεί, φαίνεται ότι γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση, όπως και τα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων. Στα νότια του νησιού, στην περιοχή Κάτω Μεριά έχουν εντοπισθεί τέσσερις ναοί.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο παλαιοχριστιανικός ευκτήριος οίκος που ανασκάφηκε στον όρμο των Παραδεισίων. Πρόκειται για μονόχωρο μικρών διαστάσεων και ορθογώνιας κάτοψης, κτήριο κτισμένο με αρχαίο οικοδομικό υλικό. Το δάπεδο του οίκου καλύπτεται με μαρμάρινες πλάκες, κάποιες από τις οποίες φέρουν επιγραφές. Η ανοικοδόμησή του χρονολογείται στα χρόνια του αυτοκράτορα Κωνσταντίου Β΄(360-361) βάσει του νομίσματος που βρέθηκε κάτω από το δαπέδο.
Στον κόλπο του Κάτω Κάμπου είναι ορατά στη θάλασσα τα λείψανα μεγάλης παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Οικοδομικό υλικό και αρχιτεκτονικά μέλη της βασιλικής έχουν χρησιμοποιηθεί για την ανέγερση των δύο όμορων ναών της Παναγίας και του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.
Ο ναός της Παναγίας του Πολίτη βρίσκεται στα βορειοανατολικά του οικισμού Κολοφάνα. Πρόκειται για μονόχωρο επιπεδόστεγο κτίσμα μικρών διαστάσεων, το οποίο είναι κτισμένο πάνω στο νότιο κλίτος τρίκλιτης βασιλικής της παλαιοχριστιανικής περιόδου. Από τη βασιλική σώζονται κατά χώραν αρχιτεκτονικά μέλη (μαρμάρινα θωράκια και πεσσίσκοι τέμπλου), τμήματα των τοίχων, καθώς και οι τρεις ημικυκλικές αψίδες στα ανατολικά.
Ο ναός της Αγίας Τριάδας βρίσκεται στα βορειοδυτικά του Χωριού (Αρκεσίνη) πλησίον του ομώνυμου ελληνιστικού πύργου. Ο ναός πήρε τη σημερινή του μετά από τις επισκευές και τον περιορισμό του μεγέθους του. Αρχικά ανήκε στον τύπο της τρίκλιτης θολοσκεπούς βασιλικής. Σε μεταγενέστερη φάση, πιθανότατα λόγω κατάρρευσης του βόρειου και νότιου κλίτους, ο ναός περιορίστηκε στο κεντρικό κλίτος και στεγάστηκε με καμάρα που εδράστηκε σε τοίχους που έφραξαν τη βόρεια και νότια τοξοστοιχία. Η ανέγερση του ναού τον 7ο αι., ίσως και τον 8ο αι., πρέπει πιθανότατα να συνδεθεί με τη χρήση του όμορου ελληνιστικού πύργου μέχρι και τον 8ο αιώνα.
Στην οικισμό των Καταπόλων, το επίνειο της αρχαίας Μινώας, όπου τα τελευταία ανασκάπτεται σε οικόπεδα ιδιωτών ένας αρκετά εύρωστος και εκτεταμένος οικισμός, που χρονολογείται από τους ρωμαϊκούς μέχρι τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους, βρίσκεται ο Ναός της Παναγίας Καταπολιανής. Πρόκειται για μονόχωρο καμαροσκεπή ναό με ημικυκλική αψίδα στα ανατολικά, που έχει κτιστεί στο βόρειο κλίτος τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Πολλά αρχιτεκτονικά μέλη (θωράκια, κίονες, κιονόκρανα, επίκρανα, κοσμήτες και υπέρθυρα) είναι διάσπαρτα στον χώρο ή εντοιχισμένα στο ναό.
Στα δυτικά του οικισμού των Καταπόλων, στη θέση Κατ’Ακρωτήρι, βρίσκεται ο μονόχωρος καμαροσκεπής ναός της Παναγίτσας. Είναι κτισμένος πάνω σε βασιλική των παλαιοχριστιανικών χρόνων, όπως μαρτυρεί η αψίδα, τμήμα της οποίας είναι ορατό στα ανατολικά του σύγχρονου ναού και τα ευάριθμα οικοδομικά και αρχιτεκτονικά μέλη που έχουν εντοιχισμένα σε αυτόν.
Στο βορεινό κόλπο των Αγίων Σαράντα, στη θέση Λεύκες στα νότια των Καταπόλων, βρίσκεται ο ναός των Αγίων Σαράντα. Πρόκειται για δίδυμο καμαροσκεπή ναό που έχει κτισθεί στα θεμέλια αψίδας παλαιοχριστιανικής βασιλικής.
Στα ανατολικά των Καταπόλων βρίσκεται ο μονόχωρος καμαροσκεπής ναός του Ταξιάρχη ή Ασωμάτων. Πρόκειται για ναό μικρών διαστάσεων που έχει κτισθεί σε ερείπια αψίδας παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Στους τοίχους του ναού έχουν εντοιχισθεί αρχιτεκτονικά μέλη της παλαιοχριστιανικής περιόδου.
Στη θέση Βορεινά, στα βόρεια του οικισμού Βρούτση της Κάτω Μεριάς, έχουν εντοπιστεί λείψανα παλαιοχριστιανικής βασιλικής, όπως μαρτυρούν οι κατά χώραν αρράβδωτοι κίονες.
Ο μονόχωρος καμαροσκεπής ναός Παναγίας στον Όρμο Αιγιάλης είναι κτισμένος αψίδα παλαιότερου ναού στην ίδια θέση. Παλαιοχριστιανικά οικοδομικά μέλη, ορισμένα με ανάγλυφη διακόσμηση, είναι εντοιχισμένα στο ναό της Παναγίτσας, αλλά και σε άλλους ναούς της ευρύτερης περιοχής.

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία
Κ. Καλοκύρης, Έρευναι χριστιανικών μνημείων εις τας νήσους Νάξον, Αμοργόν και Λέσβον, Αθήναι 1960.
Λ. Μαραγκού, Η Μονή της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας στην Αμοργό, Αθήνα 1988.
Λ. Μαραγκού, Αμοργός Ι-Η Μινώα. Η πόλις, ο λιμήν και η μείζων περιφέρεια, Αθήναι 2002.
Λ. Μαραγκού, Αμοργός ΙΙ-Οι αρχαίοι πύργοι, Αθήναι 2005.
Λ. Μαραγκού, Ο αρχαίος πύργος στο Χωριό-Αγία Τριάδα Αρκεσίνης Αμοργού, Αθήνα 2009.Λ. Μαραγκού, Αμοργός Ι-Η Μινώα. Η πόλις, ο λιμήν και η μείζων περιφέρεια, Αθήναι 2002.
π. Θωμάς Συνοδινός, Αγιογράφοι στην Αμοργό, εφημ. Η Καθημερινή (Επτά Ημέρες,) 29.05.2005.
π. Θωμάς Συνοδινός, Θ. (2018), Ο ναός του Αγίου Νικολάου στο Καμάρι της Αμοργού, Ήρως κτίστης, Μνήμη Χαραλάμπου Μπούρα, Εκδοτικός οίκος Μέλισσα, Αθήνα, 539-550, εικ. 1-9.
Αντ. Μηλιαράκης, Υπομνήματα περιγραφικά των Κυκλάδων νήσων κατά μέρος. Αμοργός, Σικάγο 1928, ανατύπωση Αμοργιανά 1 (Μάρτιος 1995).
Κ. Καλοκύρης, Έρευναι χριστιανικών μνημείων εις τας νήσους Νάξον, Αμοργόν και Λέσβον, Αθήναι 1960.
Λ. Μαραγκού, Η Μονή της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας στην Αμοργό, Αθήνα 1988.
M.Ch. Georgalli, The Morphology of Traditional Dwellings within an Insular Context : Amorgos, Greece, Traditional Dwellings and Settlements Review, 2 (1991).
-M.Ch. Georgalli, From Rural Shelter to Chora’s Town Dwellings : Morphological Evolution of Traditional Buildings and Settlements on Amorgos, Los Angeles 1996 (αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή).
Λ. Μαραγκού, Χώρα Αμοργού. Σύντομο οδοιπορικό στον χώρο και στον χρόνο, Κυκλάδες. Σύγχρονο εικαστικό οδοιπορικό, Αθήνα 1996.
Λ. Μαραγκού, Αμοργός Ι-Η Μινώα. Η πόλις, ο λιμήν και η μείζων περιφέρεια, Αθήναι 2002.
π. Θ. Συνοδινός, Σίφνιοι αγιογράφοι στην Αμοργό, Πρακτικά Β΄Διεθνούς Σιφνέικου Συμποσίου, Σίφνος 27-30 Ιουνίου 2002, τ.Β’, Βυζάντιο, Φραγκοκρατία-Τουρκοκρατία-Νεότεροι χρόνοι, Αθήνα 2005, σ. 193-195.
– Λίλα Μαραγκού, Η Μονή της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας στην Αμοργό, Αθήνα 1988
– Λίλα Μαραγκού, Αμοργός Ι-Η Μινώα. Η πόλις, ο λιμήν και η μείζων περιφέρεια, Αθήναι 2002.
-Λίλα Μαραγκού, Αμοργός ΙΙ-Οι αρχαίοι πύργοι, Αθήναι 2005.