Στο κέντρο των Κυκλάδων βρίσκεται το «παριανό αρχιπέλαγος», ένα ιδιαίτερο σύμπλεγμα νησιών γύρω από την Πάρο που περιλαμβάνει την Αντίπαρο, το Δεσποτικό, το Τσιμηντήρι, το Στρογγυλό, το Σάλιαγκο, τα Πατερονήσια, το Ρεματονησί και άλλες μικρότερες νησίδες. Στην νότια πλευρά του συμπλέγματος βρίσκεται το ακατοίκητο νησί Δεσποτικό, σχεδόν δεκατρία ναυτικά μίλια νοτιοδυτικά της Πάρου και μόλις μισό μίλι δυτικά της Αντιπάρου, με την οποία κατά την αρχαιότητα ήταν ενωμένο. Εδώ και χιλιετίες η ιστορία του νησιού είναι άρρηκτα δεμένη με αυτή της Αντίπαρου και της Πάρου. Το Δεσποτικό βρίσκεται δεκατρία ναυτικά μίλια δυτικά της Πάρου. Η ανατολική ακτογραμμή του απέχει σχεδόν μισό μίλι από την παραλία του Αγίου Γεωργίου, στη νοτιοανατολική ακτής της Αντιπάρου. Ανάμεσα στα δύο νησιά βρίσκεται η νησίδα Τσιμηντήρι. Η δυτική ακτή της που είναι και η πιο ομαλή απέχει από το Δεσποτικό μόλις 100μ. Εκεί έχουν ανασκαφεί τέσσερις συλληµένοι Πρωτοκυκλαδικοί τάφοι που λόγω της ανόδου της στάθµης της θάλασσας βρίσκονται σήµερα µέσα στο νερό. Στο εσωτερικό της νησίδας έχουν εντοπιστεί θεμέλια τετράγωνου πύργου και µεγάλων κτιρίων, εκ των οποίων έχει ανασκαφεί το ένα. Το Δεσποτικό έχει συνολική έκταση 7.650τ.µ. Το ανάγλυφό του συνίσταται από βραχώδεις εκτάσεις, ψηλούς λόφους στο εσωτερικό, σχετικά απόκρημνες ακτογραμμές και λίγους κόλπους, ο μεγαλύτερος των οποίων σχηματίζεται στη νότια πλευρά, στη θέση Λιβάδι. Η πιο εύκολη πρόσβαση στο νησί ενδείκνυται να γίνει από τις περιοχές της Παναγίας και της Μάντρας στην ανατολική ακτή, καθώς είναι ιδιαίτερα προστατευμένη από τις καιρικές συνθήκες λόγω του φυσικού υπήνεµου λιµανιού που σχηματίζεται µεταξύ Αντιπάρου, Δεσποτικού και Τσιµηντηρίου. Όπως και σε όλες τις Κυκλάδες, η στάθμη της θάλασσας έχει ανέβει τουλάχιστον δύο μέτρα τις τελευταίες τρεις χιλιετίες. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες στην υποθαλάσσια περιοχή του κόλπου του Δεσποτικού, τα τρία νησιά ήταν ενωμένα. Πολύ κοντά στην ακτή της Αντιπάρου εντοπίστηκε κτιστό πηγάδι, μία ιδιαίτερης κάτοψης τετράγωνη κατασκευή με εσωτερικά θρανία που συνδέεται με δυο ορθογώνιες κατασκευές, καθώς και ένας επιμήκης τοίχος. Κατά μήκος της ανατολικής ακτογραμμής του Δεσποτικού, κοντά στο εκκλησάκι της Παναγίας υπάρχουν κανάλια λαξευμένα στον φυσικό βράχο, παρόµοια µε αντίστοιχα στην Πάρο και την Αντίπαρο, η χρήση των οποίων έχει ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως.
Πάρος
Ο συγκερασμός ποικίλων παραμέτρων, όπως της καίριας γεωγραφικής θέσης της Πάρου πάνω στις εμπορικές θαλάσσιες διαδρομές που συνδέουν την Κρήτη, τη Μικρά Ασία, την Ανατολή και τις Κυκλάδες με την Ηπειρωτική Ελλάδα,του υπήνεμου μεγάλου λιμανιού στη σημερινή Παροικιά, του ήπιου κλίματος και του πλούτου της γης υπήρξε καθοριστικός παράγοντας για την ακμή του νησιού, ιδιαίτερα κατά την αρχαϊκή και κλασική εποχή (6ος -5ος αι. π.Χ). Η αρχαία πόλη της Πάρου, η «Παρίων πόλις», αναδείχθηκε σε μία από τις πιο ισχυρές και πλούσιες νησιωτικές πόλεις. Στην εδαφική και πολιτική επικράτειά της ανήκε η Αντίπαρος (αρχαία Ωλίαρος) και το σημερινό Δεσποτικό. Η αρχαϊκή περίοδος (7ος – 6ος αι. π.Χ.) είναι η «χρυσή εποχή» του νησιού, αφού γνωρίζει σημαντική οικονομική και πολιτιστική ακμή, λόγω της κεντρικής θέσης του στο Αιγαίο και της εκμετάλλευσης των λατομείων μαρμάρου, του περίφημου παριανού λυχνίτη. Ήδη από τον πρώιμο 7ο αι. π.Χ. οι δραστηριότητες των Παρίων επεκτείνονται ως την Προποντίδα, όπου ιδρύουν την αποικία Πάριον (710/705 π.Χ.) και στη Θάσο όπου ιδρύουν την ομώνυμη αποικία (680/670π.Χ.). Η συστηματική εκμετάλλευση του μαρμάρου ξεκινά τον 7ο αι. π.Χ. και έως τα κλασικά χρόνια παίρνει τεράστιες διαστάσεις, καθώς γίνεται περιζήτητο σε όλη τη Μεσόγειο και αποτελεί τη βασική πηγή πλούτου του νησιού, αλλά και την αιτία για τη δημιουργίας μιας μοναδικής σχολής γλυπτικής με πανελλήνια ακτινοβολία. Κάποιοι από τους πιο γνωστούς παριανούς γλύπτες ήταν ο Αριστίων, ο Παλίων, ο Πλάτθις, ο Αγοράκριτος και ο Σκόπας. Σταδιακά, λόγω της εντατικής εκμετάλλευσης του μαρμάρου το άστυ των Παρίων μεταμορφώθηκε σε μια κυριολεκτικά μαρμάρινη πόλη. Μέσα σε κλίμα οικονομικής και εμπορικής ευφορίας και πολιτικής φιλοδοξίας για κυριαρχία και επέκταση στο Αιγαίο οι Πάριοι από τον 6ο αι. π.Χ. επενδύουν σημαντικό πλούτο τόσο στο πανιώνιο ιερό του Απόλλωνα στη Δήλο, όπου οι Νάξιοι έχουν εδραιώσει την παρουσία τους έναν αιώνα νωρίτερα και οι Αθηναίοι εμφανίζονται ως ανερχόμενη ηγετική δύναμη, αλλά και στο δικό τους νησί κτίζοντας πολλούς ναούς και δημόσια κτίρια. Από τα αρχαιολογικά δεδομένα συνάγεται ότι από τα μέσα του 6ου αι. π.Χ. έως τις αρχές του 5ου αι. π.Χ. συντελείται στην Πάρο ένα δαπανηρό και φιλόδοξο οικοδομικό πρόγραμμα για την ανέγερση λατρευτικών κτιρίων. Ανασκαφικά ευρήματα, επιγραφές, διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη και γραπτές πηγές μαρτυρούν την ύπαρξη ιερών σε όλο το νησί. Στο κέντρο του άστεως, ιδρύονται τρεις ναοί (ναός της Αθηνάς, ναοί B και C), ενώ στην άμεση περιφέρεια της πόλης δύο ιερά του Απόλλωνα (Δήλιο, Πύθιο), το ιερό της Δήμητρας και της Kόρης (Θεσμοφόριο) και το ηρώο του ποιητή Αρχίλοχου. Οι Πάριοι όμως με στόχο την ισχυροποίηση της γεωπολιτικής και οικονομικής παρουσίας τους στο κεντρικό Αιγαίο αποφασίζουν στα μέσα του 6ου αι.π.Χ. την ίδρυση ενός μεγάλου ιερού μακριά από την πόλη τους, στο σημερινό νησί Δεσποτικό. Το ιερό αφιερώνεται στον Απόλλωνα και ιδρύεται σε μία θέση που κατοικείται από την Γεωμετρική περίοδο, έχει λατρευτικό χαρακτήρα, αλλά και ένα βασικό γεωγραφικό χαρακτηριστικό που συμβάλλει στην ανάπτυξη ενός υπερτοπικού θρησκευτικού κέντρου, ένα πολύ καλά προστατευμένο λιμάνι.
Αντίπαρος
Άρρηκτα δεμένη με την Πάρο είναι και η μακραίωνη ιστορία της Αντιπάρου. Στην αρχαιότητα το νησί αναφέρεται με το φοινικικό όνομα Ωλίαρος, που σημαίνει δασώδες βουνό, ενώ η σύγχρονη ονομασία του δόθηκε τον 13ο αι. μΧ. Από γεωλογικές παρατηρήσεις και ενάλιες έρευνες είναι βέβαιο πως η Αντίπαρος ήταν ενωμένη με το Τσιμηντήρι και το Δεσποτικό, τουλάχιστον έως την κλασική περίοδο. Τα πρώτα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας στο νησί χρονολογούνται στη νεολιθική περίοδο. Ένας από τους πρωιμότερους οικισμούς των Κυκλάδων (5η χιλιετία π.Χ.) έχει ανασκαφεί στη βραχονησίδα Σάλιαγκος, στο στένο δίαυλο Πάρου-Αντιπάρου, η οποία στην αρχαιότητα αποτελούσε τμήμα της Αντιπάρου. Τα ευρήματα από τον νεολιθικό οικισμό εκτίθενται στο αρχαιολογικό μουσείο της Πάρου και μαρτυρούν τη λειτουργία ενός μικρού, αλλά οργανωμένου «χωριού» ψαράδων. Στα τέλη του 19ου αι. ο αρχαιολόγος Χ. Τσούντας εντόπισε νεκροταφεία της 3ης χιλ. π.Χ. (Πρωτοκυκλαδική περίοδος) στη νότια πλευρά της Αντιπάρου, στις θέσεις Απάντημα, Σωρός, Πεταλίδι, Κρασάδες, Γεωργουλάς και Ψαρόγα. Τα ευρήματα από τις έρευνές του εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, ενώ στο Βρετανικό Μουσείο βρίσκονται τα ευρήματα από λαθρανασκαφές του Άγγλου ταξιδευτή Τ. Βent στο Aπάντημα, το Σωρό και το Πεταλίδι. Πρόσφατες έρευνες της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων έφεραν στο φως σημαντικά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της Πρωτοκυκλαδικής και Μεσοκυκλαδικής περιόδου (3η χιλ. α΄μισό 2ης χιλ. π.Χ.). Τα αρχαιολογικά στοιχεία για την ιστορία του νησιού στα ιστορικά χρόνια είναι μέχρι σήμερα λίγα και σύμφωνα με αυτά στην Αντίπαρο δεν αναπτύχθηκε ανεξάρτητη πόλη, αλλά πολιτικά το νησί υπαγόταν στην Πάρο. Στο περίφημο σπήλαιο της Αντιπάρου, στο οποίο έχει βρεθεί κεραμεική γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων, πιθανολογείται πώς υπήρχε ιερό των Νυμφών. Πολλές αρχαίες επιγραφές είναι χαραγμένες στα τοιχώματα του σπηλαίου, σε μία από τις οποίες αναφέρεται το όνομα του πάριου λυρικού ποιητή Αρχίλοχου. Τα ευρήματα πρόσφατων σωστικών ανασκαφών στο νησί μαρτυρούν τις εμπορικές δραστηριότητες των κατοίκων και την ενασχόλησή τους με τη γεωργία. Στη βυζαντινή εποχή η Αντίπαρος ερημώθηκε λόγω των πειρατικών επιδρομών, ενώ κατά τη Λατινοκρατία ανήκε στο Δουκάτο του Aιγαίου. Tο 1440 ο Eνετός ηγεμόνας της Πάρου Γκρούτσιος Σoμαρίπα δίνει το νησί ως προίκα στην κόρη του Φραντζέσκα για να παντρευτεί τον Bενετό άρχοντα Λεονάρντο Λορεντάνο. O Λορεντάνο οργανώνει τον εποικισμό του νησιού, ενώ συγχρόνως κτίζει το κάστρο για να προφυλάσσονται οι κάτοικοι από τις επιδρομές των πειρατών. Tο κάστρο της Αντιπάρου αποτελεί εξέχων δείγμα ενετικής οχυρωματικής αρχιτεκτονικής στις Κυκλάδες. Tο νησί κυριεύεται το 1537 από τον Xαϊρεδίν Bαρβαρόσσα και περιέρχεται στην κυριαρχία της Tουρκίας με τον αβάσταχτο φόρο των 1.200 γροσίων κάθε χρόνο. Παραδίδεται πως το 1756, επειδή οι κάτοικοι της Aντιπάρου αδυνατούν να καταβάλουν τους φόρους τους, αναγκάζονται να πουλήσουν στον παριανό Πέτρο Mαυρογένη και στο μυκονιάτη Tζωρτζή Mπάο τις νησίδες Φηρά και Δεσποτικό.
Χρονολόγιο
Τα πρωιμότερα ίχνη κατοίκησης στο Δεσποτικό ανάγονται στην Πρωτοκυκλαδική Περίοδο (3η χιλ. π.Χ.). Σε δύο θέσεις στη νότια πλευρά του νησιού, στο Λιβάδι και στα Ζουμπάρια, ανεσκάφησαν στα τέλη του 19ου αι. από τον Χρήστο Τσούντα δύο πρωτοκυκλαδικά νεκροταφεία με κιβωτιόσχημους τάφους που περιείχαν αγγεία, μαρμάρινα σκεύη, κοσμήματα και ειδώλια που εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Περισσότεροι τάφοι ήρθαν στο φως στα Ζουμπάρια το 1959 από τον Ν. Ζαφειρόπουλο. Ίχνη οικιστικών εγκαταστάσεων έχουν εντοπιστεί πρόσφατα στις θέσεις Χειρόμυλος και Ζουμπάρια. Η επόμενη φάση κατοίκησης στο νησί χρονολογείται στη Γεωμετρική Εποχή (9ος-8oς αι. π.Χ.), όταν στη θέση Μάντρα, στη βορειοανατολική χερσόνησο του νησιού, ιδρύεται εγκατάσταση με λατρευτικό χαρακτήρα. Στην ίδια θέση στα αρχαϊκά χρόνια η πόλη της Πάρου ιδρύει το μεγάλο ιερό του Απόλλωνα που λειτουργεί έως και τα ελληνιστικά χρονιά. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο το ιερό παύει να λειτουργεί και τα κτίρια του επαναχρησιμοποιούνται για κατοίκηση έως την πρώιμη βυζαντινή περίοδο (6ος αι. π.Χ.). Μετά από αιώνες εγκατάλειψης η θέση ξανακατοικείται στην υστεροβυζαντινή περίοδο, έως και τον 17ο αιώνα. Μάλιστα πολλά αρχιτεκτονικά μέλη από τα κτίρια του ιερού έχουν μεταφερθεί και επαναχρησιμοποιηθεί στο ενετικό κάστρο της Αντιπάρου. Η εγκατάσταση των ύστερων βυζαντινών χρόνων θεμελιώθηκε πάνω στα αρχαία κτίρια και ταυτίζεται με το καστέλο που διακρίνεται σε χάρτες και γκραβούρες του 15ου, 16ου και 17ου αιώνα. Η τύχη του Δεσποτικού ήταν άρρηκτα συνδεδεµένη µε την κοντινή του Αντίπαρο. Έτσι, µαζί µε αυτή πέρασε στη δικαιοδοσία των Ενετών, αρχικά του Οίκου των Σανούδων το 1207 και στη συνέχεια σε άλλους Ενετούς άρχοντες έως το 1537, όταν η Αντίπαρος και τα υπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων πέρασαν στους Οθωµανούς. Το 1657, ως πράξη αντεκδίκησης για την παράδοση του πειρατή Δανιέλ στους Τούρκους, ο οικισμός στο Δεσποτικό λεηλατείται από Γάλλους πειρατές και έκτοτε το νησί εγκαταλείπεται οριστικά. Το 1756 περιέρχεται στην ιδιοκτησία του Μυκονιάτη Τζωρτζή Μπάο και του Παριανού Δεσπότη Πέτρου Μαυρογένη. Τα τελευταία διακόσια χρόνια Αντιπαριώτες βοσκοί εγκατέστησαν στο νησί μαντριά ζώων, το μεγαλύτερο από αυτά στη θέση Μάντρα, πάνω στα αρχαία κατάλοιπα του ιερού του Απόλλωνα. Ωστόσο, το πλήθος και η σηµασία των αρχαιολογικών θέσεων έχουν καταστήσει πλέον το Δεσποτικό αρχαιολογικό χώρο απολύτου προστασίας. Παράλληλα προστατεύεται και από τη δασική υπηρεσία εξαιτίας της ιδιαίτερης κυκλαδίτικης βλάστησης, που συνίσταται από κέδρους, φίδες και έρποντα κυπαρίσσια, καθιστώντας το ένα νησί ιδιαίτερου φυσικού κάλλους.
Η ιστορία των αρχαιολογικών ερευνών στο Δεσποτικό
Η θέση Μάντρα βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά του νησιού, στο πλάτωµα μιας μεγάλης χερσονήσου, στη βόρεια είσοδο του υπήνεµου κόλπου που σχηµατίζεται µεταξύ Αντιπάρου, Τσιµηντηρίου και Δεσποτικού, απέναντι από τον Άγιο Γεώργιο Αντιπάρου. Το όνομα της θέσης οφείλεται στη µ άντρα των ζώων που λειτουργεί στην περιοχή από το 19ο αιώνα και σήμερα ανήκει στον αντιπαριώτη Πέτρο Μαριάνο.
Η αρχαιολογική σημασία της είναι γνωστή από τον 19ο αιώνα από μία σύντομη αναφορά του άγγλου περιηγητή Th. Bent για την ύπαρξη θεμελίων αρχαίων κτιρίων κοντά σε ένα μαντρί στη βόρειοανατολική πλευρά του νησιού. Το 1959 ο έφορος αρχαιοτήτων Νικόλαος Ζαφειρόπουλος πραγματοποίησε ολιγοήμερη έρευνα στη θέση, κατά την οποία έφερε στο φως κτίριο που ερμήνευσε ως ρωμαϊκή οικία, στην οποία είχαν επαναχρησιμοποιηθεί αρχιτεκτονικά μέλη αρχαϊκού δωρικού κτιρίου. Το 1985 οι αρχιτέκτονες G. Gruben, M. Schuller, K. Schnieringer και A. Ohnesorg από το Πολυτεχνείο του Μονάχου δημοσίευσαν τα δωρικά µ έλη που είχαν έρθει στο φως κατά την ανασκαφή του Ζαφειρόπουλου και άλλα που ήταν διάσπαρτα ή εντοιχισμένα στη μάντρα, τα οποία απέδωσαν σε υστεροαρχαϊκό οικοδόμημα (500 – 490 π.Χ.). Ο γράφων επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη θέση Μάντρα το 1996 με ομάδα της ΚΑ΄ Εφορείας Προιστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (νυν Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων). Μετά από σύντοµη επιφανειακή έρευνα στην οποία εντοπίστηκαν αρχαίοι µαρµάρινοι δόµοι, αρχιτεκτονικά μέλη, όστρακα και µερικώς ορατοί τοίχοι ξεκίνησε η ανασκαφική έρευνα, η οποία συνεχίζεται έως και σήµερα. Οι πρώτες έρευνες από το 1997 έως το 2000 είχαν σωστικό χαρακτήρα και επικεντρώθηκαν στην περιοχή δυτικά της στάνης. Το 2001 ξεκίνησε η συστηματική ανασκαφή του χώρου µ ε την οργάνωση προγράµµατος εθελοντικής εργασίας φοιτητών ελληνικών και ξένων πανεπιστηµίων. Λόγω της ανάγκης επέκτασης της ανασκαφής το 2002 απομακρύνθηκε η στάνη του βοσκού και κατασκευάστηκε καινούρια, μακριά από τον αρχαιολογικό χώρο. Σήμερα, μετά από σχεδόν είκοσι χρόνια ερευνών στη θέση, έχει αποκαλυφθεί ένα μεγάλο αρχαϊκό ιερό αφιερωμένο στον Απόλλωνα. Η αποκάλυψη του άλλαξε ραγδαία το αρχαιολογικό τοπίο των αρχαϊκών Κυκλάδων, αφού πρόκειται για ένα άγνωστο µέχρι πρότινος κυκλαδικό ιερό,το οποίο δεν αναφέρεται σε καµία γνωστή αρχαία πηγή, ενώ η έκταση και ο πλούτος του μπορούν να συγκριθούν μόνο με το ιερό της Δήλου.
Το ιερό του Απόλλωνα και το Τέμενος
Το ιερό άκμασε στην ύστερη αρχαϊκή περίοδο (β΄μισό 6ου αι.π.Χ.), αλλά τα πρωιμότερα ίχνη λατρείας στην περιοχή ανάγονται στη γεωμετρική περίοδο (9ος-8ος αι.π.Χ). Παρά την απουσία γραπτών πηγών για την ίδρυση και λειτουργία του ιερού, τα έως τώρα γνωστά ιστορικά και αρχαιολογικά στοιχεία συνηγορούν στην ίδρυση και διαχείρισή του από την πόλη της Πάρου. Ο έλεγχος ενός τόσο μεγάλου εξωαστικού ιερού του μεγαλύτερου στις Κυκλάδες μετά από το πανιώνιο ιερό της Δήλου- σαφώς υποδηλώνει την ανάγκη των Παρίων για επέκταση της γεωγραφικής, οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας τους στο κεντρικό Αιγαίο, σε μία περίοδο που η Αθήνα είχε ξεκινήσει την επέκτασή της στις Κυκλάδες. Η άρτια οργάνωση του ιερού, η αρχιτεκτονική των λατρευτικών και μη κτιρίων και ο πλούτος των αναθημάτων του είναι ενδεικτικά της αίγλης και της εμβέλειας ενός θρησκευτικού κέντρου με υπερτοπική εμβέλεια, στο οποίο κατεξοχήν λατρευόµενη θεότητα ήταν ο Απόλλωνας, όπως μαρτυρούν δεκάδες ενεπίγραφων οστράκων από αγγεία του 6ου και 5ου αι. π.Χ. Πιθανή είναι η λατρεία και της αδερφής του Απόλλωνα, Άρτεµης, αφού το είδος των ευρηµάτων συνάδει τόσο με λατρεία ανδρικής θεότητας (πλήθος θραυσμάτων κούρων, εγχειρίδια, λόγχες, αγροτικά εργαλεία), όσο και γυναικείας (κοσµήµατα, εξαρτήµατα ένδυσης, ειδώλια γυναικείων µορφών, τµήµα γυναικείου αγάλµατος). Στην κλασική περίοδο λατρευόταν στο ιερό και η θεά Εστία µε το επίθετο «Ισθµία». Η ανασκαφή έως σήμερα έχει φέρει στο φως είκοσι κτίρια που χρονολογούνται από τους γεωμετρικούς έως τους κλασικούς χρόνους. Ο πυρήνας του ιερού αναπτύχθηκε στο ψηλότερο και μεγαλύτερο πλάτωμα της χερσονήσου της Μάντρας, έχει απρόσκοπτη θέα προς την Αντίπαρο, την Πάρο και τη Σίφνο. Σταδιακά τα βοηθητικά κτίρια του ιερού εξαπλώθηκαν σε όλη την έκταση της χερσονήσου, έως το λιμάνι.
Τεμένος
Η πιο ιερή περιοχή του ιερού, το Τέμενος, καταλαμβάνει έκταση περί τα 1600τμ. Προστατεύεται με κτιστό περίβολο και αποτελείται από τα Κτίρια Α (ναός και εστιατόριο), το κτίριο Δ και τρεις στοές. Η είσοδος στον περίβολο γινόταν από δύο πύλες, στη βόρεια και νότια πλευρά του. Το Τέμενος διαμορφώθηκε σταδιακά. Αρχικά κτίστηκαν γύρω στα μέσα του 6ου αι.π.Χ. το βόρειο τμήμα του λατρευτικού Κτιρίου Α που λειτούργησε ως ο ναός του ιερού, ο βόρειος τοίχος του περιβόλου και η βόρεια πύλη. Γύρω στο 540-530 π.Χ. κτίστηκε το νότιο τμήμα του Κτιρίου Α που λειτούργησε ως το τελετουργικό εστιατόριο, ο νότιος τοίχος του περιβόλου και η νότια πύλη. Έως τα τέλη του 6ου αι.π.Χ. ανεγέρθησαν το Κτίριο Δ, το κτίριο Ε, η βόρεια, η νότια και η ανατολική στοά. Τέλος, στις αρχές του 5ου αι.π.Χ., περί το 490 π.Χ., ανακατασκευάστηκε η πρόσοψη του ναού με την προσθήκη μνημειακής μαρμάρινης κιονοστοιχίας. (* Το τέμενος είναι οριοθετημένος (τεχνητά ή όχι) χώρος μέσα στο οποίο λατρευόταν μια θεότητα ή συνηθέστερα ένας ήρωας στην αρχαία Ελλάδα. )
Τα ευρήματα από το λατρευτικό κτίριο στο Δεσποτικό
Δωμάτιο Α1:Κάτω από τις πλάκες του δαπέδου του βόρειου δωματίου του ναού αποκαλύφθηκε μεγάλος αριθμός αντικειμένων- σχεδόν 650- κυκλαδικής, κορινθιακής, αττικής, ανατολικοιωνικής, κυπριακής, συριακής και αιγυπτιακής προέλευσης. Τα περισσότερα χρονολογούνται στην αρχαϊκή περίοδο (7ος αι. π.Χ. – 6ος αι. π.Χ.), ενώ αποκαλύφθηκαν και λίγα αγγεία της γεωμετρικής περιόδου (8ος αι. π.Χ). Ανήκουν σε συνήθης τύπους αναθημάτων που συναντώνται στα περισσότερα αρχαϊκά ιερά του Ελλαδικού χώρου και της Ανατολής (Δήλος, Πάρος, Κύθνος, Θάσος, Σάμος, Ρόδος κ.α.). Πολλά από αυτά βρέθηκαν ακέραια, στοιχείο που υποδηλώνει την προσεκτική και σκόπιμη απόθεσή τους. Αυτό το γεγονός σε συνδυασμό με την πρωιμότερη χρονολόγηση των αντικειμένων από αυτή της κατασκευής του δωματίου στο οποίο βρέθηκαν υπαγορεύουν την ερμηνεία τους ως πρωιμότερων προσφορών στο ιερό, οι οποίες κατά την ανέγερση του νέου λατρευτικού χώρου τοποθετήθηκαν μέσα σε αυτόν, ώστε να προστατευθούν και να μην καταστραφούν. Αυτή η πρακτική συναντάται και σε άλλα αρχαϊκά ιερά, αλλά η ιδιαιτερότητα στην περίπτωση του Δεσποτικού είναι ότι τα αναθήματα προστατεύθηκαν κάτω από το δάπεδο του ναού και όχι σε αποθέτες. Τα περισσότερα από αυτά εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Πάρου.
Ευρήματα από τον ναό
Δωμάτιο Α2: Στο εσωτερικό του νότιου δωματίου του ναού βρέθηκαν τρεις μεγάλες μαρμάρινες βάσεις, δύο τετράγωνες και μία ορθογώνια. Η μία από αυτές- που συγκολλήθηκε εκ τεσσάρων θραυσμάτων- ήταν πιθανότατα η βάση του λατρευτικού αγάλματος του ιερού. Χρονολογείται γύρω στο 500-490 π.Χ., καθώς τυπολογικά είναι παρόμοια με τη βάση του λατρευτικού άγαλμα- τος της Άρτεμης από το παριανό Δήλιο. Κατά το γκρέμισμα της παλιάς μάντρας το 2002 βρέθηκαν εντοιχισμένα σε αυτή δύο θραύσματα από τον κορμό αγάλματος ενδεδυμένης μορφής κολοσσικού μεγέθους. Συνανήκον με τα θραύσματα πρέπει να είναι τμήμα του αριστερού κάτω άκρου ποδιού με τμήμα της πλίνθου που βρέθηκε σε μικρή απόσταση από το ναό και στο οποίο διακρίνεται το κάτυμμα (σανδάλι) με δύο οπές, μία σε κάθε πλευρά, για την ένθεση χάλκινων ιμάντων. Με βάση το μέγεθος του και τα στυλιστικά χαρακτηριστικά του πιθανολογείται πως πρόκειται για λατρευτικό άγαλμα. Δεν είναι σαφές εάν ανήκει σε γυναικεία θεότητα ή εάν αναπαριστά το θεό Απόλλωνα, ο οποίος πολλές φορές απεικονίζεται με μακρύ ένδυμα.
Προστώο: Στο εσωτερικό του προστώου του ναού, κάτω από τη θεμελίωση του ανατολικού τοίχου του, αποκαλύφθηκαν κορινθιακά αγγεία, τα οποία είχαν τοποθετηθεί εκεί για την καλή θεμελίωση του κτιρίου- ένα είδος «απόθεσης θεμελίωσης»- καθώς και τμήμα αρχαϊκού μαρμάρινου περιρραντηρίου που φέρει στο χείλος την επιγραφή «ΜΑΡΔΙΣ ΑΝΕΘΗΚΕΝ». Το όνομα Μάρδις είναι ανατολικής προέλευσης, παρόμοιο με άλλα ανδρικά ονόματα ανατολικής προελεύσεως, όπως το όνομα Μαρδόνιος του γνωστού Πέρση στρατηγού.
Αναθήματα στο ιερό του Απόλλωνα
Αδιάψευστα τεκμήρια της ιστορίας του ιερού στο Δεσποτικό είναι τα ποικίλα και πολυάριθμα ευρήματα που έχει φέρει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη. Αυτά ρίχνουν φως στην ιστορία ενός τόσο σημαντικού κυκλαδικού κέντρου λατρείας, η ύπαρξη του οποίου παρέμενε μέχρι πρότινος άγνωστη. Η χρονολόγησή τους, το είδος τους και η προέλευσή τους μαρτυρούν τη μακροχρόνια χρήση της θέσης, από τη γεωμετρική έως τη μεταβυζαντινή περίοδο, προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες για τις λατρευτικές πρακτικές και την καθημερινή ζωή στο ιερό, υπογραμμίζουν τη κεντρική θέση του ιερού στο λατρευτικό και πολιτικοοικονομικό δίκτυο των Κυκλάδων, καθώς και τη διαφορετική προέλευση των αναθετών. Μαρμάρινα αγάλματα, αγγεία, ειδώλια, κοσμήματα, σφραγιδόλιθοι, όπλα, εργαλεία, είναι όλα δηλωτικά της αίγλης, της εμβέλειας και της υψηλής επισκεψιμότητας ενός υπερτοπικού ιερού, ιδρυτής και διαχειριστής του οποίου ήταν η πόλη της Πάρου.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα μαρμάρινα αγάλματα που βρέθηκαν στο ιερό, τα πιο λαμπρά αναθήματα στο θεό Απόλλωνα. Έχουν βρεθεί περισσότερα από 70 τμήματα αρχαϊκών γλυπτών (πόδια, μηροί, κνήμες, αστράγαλοι, κάτω άκρα με πλίνθο, βραχίονες, ωμοπλάτες και χέρια αρχαϊκών κούρων), οκτώ κεφάλια κούρων, μία κεφαλή κόρης, θραύσματα αυστηρό ρυθμικού αγάλματος αθλητή και θραύσματα κολοσσικού αγάλματος, πιθανότατα του λατρευτικού. Επίσης, έχουν έρθει στο φως πολλές μαρμάρινες βάσεις αγαλμάτων και αναθηματικών κιόνων. Εκτός από τα παραπάνω έχουν βρεθεί πτερό μαρμάρινης αρχαϊκής σφίγγας, μαρμάρινα αναθηματικά κιονόκρανα αρχαϊκών και κλασικών χρόνων και μαρμάρινο ενεπίγραφο ανάγλυφο του 7ουαι.π.Χ. Στο Μουσείο της Πάρου εκτίθενται άνω κορμός αρχαϊκού κούρου και άνω κορμός αρχαϊκής κόρης του β΄μισούτου6ου αι. π.Χ.(αρ.742και 791αντίστοιχα),καθώς και τμήμα αγάλματος Νίκης του α’ μισού του 5ου αι. π.Χ.(αρ.183),τα οποία βρέθηκαν στην Αντίπαρο. Είναι πολύ πιθανό πως προέρχονται και αυτά από το ιερό του Δεσποτικού, αφού στην Αντίπαρο δεν έχει εντοπιστεί κάποιος χώρος λατρείας. Τέλος, στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης βρίσκεται ένα κεφάλι ημίεργου κούρου μικρότερου του φυσικού μεγέθους (αρ.725) που αναφέρεται ως τυχαίο εύρημα από το Δεσποτικό.
Η επαναχρησιμοποίηση των μαρμάρινων γλυπτών
Σε κανένα άλλο κυκλαδικό ιερό, πλην της Δήλου, δεν έχουν βρεθεί τόσο πολλά γλυπτά. Όλα είναι σμιλεμένα από το κατάλευκο παριανό μάρμαρο -τον περίφημο λυχνίτη- και τα περισσότερα αποτελούν εξαιρετικά δείγματα της παριανής σχολής γλυπτικής που άνθισε στο β’ μισό του 6ου αι. π.Χ. Ο αριθμός και η ποιότητα τους αποτελούν αδιάσειστη απόδειξη της αίγλης, της λαμπρότητας και του πλούτου του ιερού του Απόλλωνα. Ωστόσο πολλά από αυτά καταστράφηκαν πολύ σύντομα μετά την ανάθεσή τους στο ιερό και θραύσματα τους βρέθηκαν εντοιχισμένα σε βοηθητικά κτίρια του ιερού. Η σύντομη διάρκεια ζωής τους αλλά και η «ανακύκλωσή» τους μέσω της επαναχρησιμοποίησης τους ως οικοδομικού υλικού πρέπει να συνδεθεί με κάποια καταστροφή που υπέστη το ιερό, στα τέλη του 6ου αι. π.Χ./ αρχές 5ου αι. π.Χ. Έτσι, με βάση τα αρχαιολογικά και ιστορικά στοιχεία πιθανολογείται ότι όταν ο Μιλτιάδης πολιόρκησε την Πάρο το 490/489 π.Χ. -με αφορμή το γεγονός ότι οι Πάριοι πήραν το μέρος των Περσών κατά τη διάρκεια των Περσικών Πολέμων, αλλά με βαθύτερη αιτία τον πλούτο της Πάρου και την εδραίωση της Αθηναϊκής κυριαρχίας στο Αιγαίο- επιτέθηκε και στο παριανό ιερό στο Δεσποτικό προκαλώντας καταστροφές.
Τα κτήρια έξω από το τέμενος στο Δεσποτικό
Το οριοθετημένο τέμενος είχε έκταση περίπου 1600 τ.μ., και τον 6ο αιώνα λαμπρύνεται από εντυπωσιακά αναθήματα. Εκτός τεμένους, η εγκατάσταση εξακολουθεί να αναπτύσσεται. Έως το τέλος του 6ου αιώνα, στα ανατολικά του, κοντά στα Κτήρια Β και Η, κτίζονται τα Κτήρια Γ και Υ. Το Κτίριο Τ ανακατασκευάζεται με την προσθήκη δύο προαύλιων χώρων ενώ σε απόσταση μόλις μισού μέτρου νότια αυτού κτίζονται δύο νέα κτίρια: το Κτίριο Ε και το λεγόμενο Συνδετικό.
Ο πυρήνας της εκτός τεμένους εγκατάστασης είναι πλέον η νότια περιοχή, στην οποία οδηγεί απευθείας η νότια πύλη του τεμένους. Εκεί, την ίδια περίοδο με το ναό κτίζεται το λεγόμενο Τετράγωνο Κτίριο με διμερή κάτοψη και ξύλινους κίονες εσωτερικά και στα τέλη του 6ου το «Λουτρό». Στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα χρονολογείται και η ανέγερση του Κτιρίου Π ενός κτιρίου διμερούς, μεγαρόσχημης κάτοψης με μεγάλο προαύλιο χώρο που ενδεχομένως συνδεόταν με λατρευτικές πρακτικές. Την ίδια περίοδο ή ίσως λίγο νωρίτερα κατασκευάζεται στην περιοχή ανάμεσα στο Κτίριο Π και Κτίριο Φ, μια ορθογώνια δεξαμενή μεγάλου μεγέθους. Το πρώτο μισό του 5ου αιώνα σηματοδοτεί την περαιτέρω χωροταξική διαμόρφωση της εγκατάστασης. Συγκεκριμένα, οικοδομούνται τα Κτίρια Μ, Ν, το Νότιο και το Ανατολικό Συγκρότημα, αποτελούμενο από τουλάχιστον εννιά δωμάτια που φαίνεται να εξυπηρετούσαν «κοσμικές» ανάγκες, όπως αποθήκευση και εστίαση.
Κτήρια με ένα ή περισσότερα δωμάτια απλώνονται κατά μήκος της διαδρομής που οδηγεί από το τέμενος στην ακτή. Εκτός των κτηρίων – Β, Γ, Η, – οικοδομούνται τα Κτίρια Ζ, Κ, Λ, Ρ, Σ που πρέπει να είχαν είτε οικιστική είτε εργαστηριακή χρήση.
H Μάντρα ίσως υπέστη κάποια καταστροφή στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., ενδεχομένως σε συνάρτηση με την πολιορκία του Αθηναίου Μιλτιάδη κατά της Πάρου, όμως το ιερό δεν έπαψε να λειτουργεί καθ’ όλη τη διάρκεια της Κλασικής και Ελληνιστικής περιόδου, όπως υποδηλώνουν τα πλούσια αναθήματα, αλλά και η κατασκευή του μαρμάρινου βωμού της Εστίας Ισθμίας
Δεξαμενές
Στην περιοχή νότια του τεμένους ανεσκάφη το 2020 και 2021 τμήμα ενός οργανωμένου και εκτενούς συστήματος συλλογής και επεξεργασίας υδάτων. Η κεντρική δεξαμένη έχει εσωτερικές διαστάσεις 7,50 μ. x 5,50 μ. και σωζόμενο βάθος 3,80μ. Η κύρια περίοδος χρήσης της τοποθετείται στην αρχαϊκή και κλασική περίοδο. Στην ύστερη αρχαιότητα και τους βυζαντινούς χρόνους έγιναν διάφορες μετασκευές και προσθήκες μικρών χώρων στο εσωτερικό της, οι οποίοι σώζονται έως σήμερα. Σε απόσταση περίπου ενός μέτρου νότια της μεγάλης δεξαμενής, αποκαλύφθηκε μια ακόμα ορθογώνια διμερής κατασκευή διαστάσεων 6μ x 4μ που διαχωρίζεται σε δύο επιμέρους ορθογώνιους χώρους που μπορούν να ερμηνευθούν ως προλάκκια, δηλαδή μικρές δεξαμενές φιλτραρίσματος. Στο νοτιοτερο προλάκκιο απολήγει λιθόκτιστος αγωγός μήκους 25 μ., διευθύνσεως Β-Ν, ο οποίος ακολουθεί την κατηφορική κλίση του εδάφους, με κλίση περίπου 10-11%. Ο κτιστός αγωγός ξεκινά από μία άλλη μεγάλη κτιστή δεξαμενή, σχεδόν κυκλικού σχήματος, διαμέτρου 11 μ. Τα τοιχώματά της σώζονται σε ύψος περίπου1.00μ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πώρινη κατασκευή που εντοπίστηκε στο μέσον της δεξαμένης, στο σημείο ένωσης με τον αγωγό, η οποία έφερε 4 οπές (διατεταγμένες σε δύο οριζόντιες σειρές), εκ των οποίων σώζονται οι δύο. Προορίζονταν για τον έλεγχο της ροής των υδάτων από τη δεξαμενή στον αγωγό.
Ανάλογα συστήματα δεξαμενών σπανίζουν κατά την Αρχαϊκή περίοδο στον ελλαδικό χώρο. Ένα τόσο μεγάλο έργο συλλογής και διαχείρισης υδάτων σε αυτή την περίοδο δεν εκπλήσσει στο Δεσποτικό, αφού η επισκεψιμότητα στο ιερό θα ήταν υψηλή και οι απαιτήσεις σε νερό μεγάλες (τροφοδοσία ιερού-επισκεπτών, καλλιέργειες, τροφοδοσία πλοίων).
Τσιμηντήρι
Η νησίδα Τσιμηντήρι (ή Κοιμητήρι) με έκταση περίπου 44 στρέμματα βρίσκεται μεταξύ Αντιπάρου και Δεσποτικού, στη βόρεια πλευρά του υπήνεμου κόλπου που διαμορφώνεται από τα τρία νησιά. Η πρόσβαση στη νησίδα είναι δυνατή μόνο από την νότια ή ΝΑ ακτή, όπου διαμορφώνεται μία μικρή παραλία με αβαθή νερά. Στην αρχαιότητα το Τσιμηντήρι ήταν ενωμένο με το Δεσποτικό με ισθμό και πιθανότατα και με την Αντίπαρο αποτελώντας τμήμα της εγκατάστασης του αρχαϊκού τεμένους του Απόλλωνα στη Μάντρα του Δεσποτικού. Η σημερινή του ονομασία του οφείλεται στους Πρωτοκυκλαδικούς τάφους που εντοπίστηκαν στη ΝΑ ακτή της νησίδας και που πλέον βρίσκονται εν μέρει κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας λόγω της σταδιακής ανόδου της στάθμης της.
Μέχρι σήμερα έχουν εντοπισθεί οκτώ κτίρια που καταλαμβάνουν τη νότια πλευρά του νησιού, η οποία έχει άμεση οπτική επαφή με το ιερό στο Δεσποτικό. Όλα έχουν πολύ μεγάλες διαστάσεις και ισχυρή κατασκευή, ενώ φαίνεται να συνδέονται μεταξύ τους δομικά δημιουργώντας ένα πυκνό οικοδομικό ιστό στην νότια πλευρά της βραχονησίδας. Η θέση και οι διαστάσεις των κτιρίων πιθανότατα υποδεικνύουν δομές με δημόσιο χαρακτήρα που ίσως σχετίζονταν με τη λειτουργία του λιμανιού. Άλλωστε το Τσιμηντήρι ουσιαστικά αποτελούσε τον ισθμό που ένωνε Αντίπαρο-Δεσποτικό και δια μέσου αυτού ήταν δυνατή η πρόσβαση προς το ιερό και από την Αντίπαρο.
Η αναστήλωση του Δεσποτικού
Η ευθύνη για ένα αρχαιολογικό χώρο δεν σταματά στην ανασκαφή του, τη μελέτη των ευρημάτων και τη συντήρηση των αρχαίων καταλοίπων, αλλά πρέπει να συμπληρώνεται και να επιστεγάζεται από την προστασία και την ανάδειξη τους.
Μετά από είκοσι τρία έτη ερευνών, εκτός από την ολοκλήρωση της ανασκαφής και της μελέτης των αρχαιολογικών ευρημάτων, πρωταρχικός στόχος της ομάδας του Δεσποτικού έχει γίνει το έργο της προστασίας και της ανάδειξης των μνημείων και εν γένει του αρχαιολογικού χώρου, με απώτερο σκοπό την απόδοσή του στο κοινό, ως έναν από τους πιο άρτια οργανωμένους επισκέψιμους αρχαιολογικούς χώρους στις Κυκλάδες. Οι εργασίες αποκατάστασης και αναστήλωσης του κυρίως Ναού και του Τελετουργικού Εστιατορίου ξεκίνησαν στο Δεσποτικό το φθινόπωρο του 2014, κατ’ εφαρμογή των εγκεκριμένων μελετών. Σήμερα, μετά από σχεδόν επτά χρόνια σκληρής, και άρτιας εργασίας της ομάδας αναστήλωσης, το έργο έχει ολοκληρωθεί και το μνημείο έχει επαναποκτήσει την τρίτη διάστασή του και δεσπόζει πλέον στον χώρο αποτελώντας ένα μοναδικό τοπόσημο της Αντιπάρου.
Οι εργασίες που έχουν ολοκληρωθεί μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:
- Συμπληρώθηκαν η υπόβαση και ο στυλοβάτης του Ναού και του Τελετουργικού Εστιατορίου.
- Στο Ναό αποκαταστάθηκε το κατάλοιπο της πρώτης φάσης του προστώου με την συμπλήρωση με νέες και αρχαίες μαρμάρινες λιθόπλινθους του αρχικού ανατολικού τοίχου ο οποίος αποκαλύφθηκε δυτικά του στυλοβάτη της δεύτερης-τελικής φάσης του κτιρίου.
- Έγινε πλήρης αναστήλωση των τριών νοτιότερων κιόνων του Ναού και τοποθετήθηκαν τα κιονόκρανα από νέο υλικό, ενώ οι υπόλοιποι τέσσερις κίονες του Ναού αναστηλώθηκαν μερικώς.
- Αναστηλώθηκαν τμήματα του θριγκού του Ναού με την τοποθέτηση τριών επιστυλίων καθώς και νέων αντιθημάτων, τη συμπλήρωση και τοποθέτηση αρχαίων και νέων ταινιών, πέντε αρχαίων τριγλύφων, αρχαίων και νέων μετοπών, τριών αρχαίων γείσων και τη κατασκευή αντιθηματικού τοίχου όπισθεν των τριγλύφων και των μετοπών.
- Αποκαταστάθηκε ο κοινός τοίχος του Ναού και του Εστιατορίου με αναστήλωση της νότιας παραστάδας του Ναού, ενώ αντίστοιχα συμπληρώθηκε μερικώς και η βόρεια παραστάδα.
- Αναστηλώθηκαν πλήρως οι πέντε βορειότεροι κίονες του Εστιατορίου που φέρουν τα αρχικά αρχαϊκά κιονόκρανα τους, ενώ οι υπόλοιποι τρεις κίονες είναι μερικώς αναστηλωμένοι.
- Τοποθετήθηκαν τα τρία από βορρά αρχαία επιστύλια του Εστιατορίου με τα αντιθήματά τους από νέο υλικό.
- Συμπληρώθηκε ο δυτικός τοίχος των προστώων του Ναού και του Τελετουργικού Εστιατορίου και ανακατασκευάστηκαν και τοποθετήθηκαν τα κατώφλια των θυρών των δωματίων Α1, Α3 και Α4, ενώ ανετάχθη εκείνο του δωματίου Α2 και αποκαταστάθηκαν τα κατώτερα τμήματα των πλευρικών παραστάδων των θυρών.
- Συμπληρώθηκαν καθ’ ύψος με νέο και αρχαίο υλικό ο βόρειος τοίχος του Ναού και ο κοινός δυτικός τοίχος των δωματίων Α1 και Α2 του ναού
Οι μελέτες αναστήλωσης του ιερού στο Δεσποτικό εντάσσονται σε μία σειρά άλλων πρότυπων προσπαθειών διαχείρισης και προστασίας του μνημειακού πλούτου των Κυκλάδων (Νάξος-Σαγκρί και Ύρια, Κέα-Καρθαία) που σκοπεύουν στην ενεργοποίηση του ενδιαφέροντος της τοπικής κοινωνίας για την πολιτιστική κληρονομιά μας και στη διάσωση σημαντικών ιστορικών συνόλων. Ο αρχαιολογικός χώρος στη θέση Μάντρα μετά τις αναστηλωτικές επεμβάσεις δεν θα έχει μεταβληθεί ούτε αλλοιωθεί. Αντίθετα, τα αποκατεστημένα μνημεία θα συμβάλουν στην καλύτερη κατανόηση του τόπου, όπου για αιώνες συνυπήρχαν μνημειακά οικοδομήματα λατρευτικού χαρακτήρα και κτίρια και συγκροτήματα δορυφόροι του τεμένους αυτού του τόσο σημαντικού ιερού. Ο αρχαιολογικός χώρος είναι πλέον προσιτός στο ευρύ κοινό, καθώς το 2020 κατασκευάστηκε η κεντρική διαδρομή επισκεπτών σύμφωνα με την εγκεκριμένη από το ΚΑΣ μελέτη. Με αφετηρία την ΒΑ ακτή, η πορεία κινείται ακολουθώντας το φυσικό ανάγλυφο και τα φυσικά χαραγμένα μονοπάτια προσεγγίζοντας ομαλά, με κλίση που δεν ξεπερνά πουθενά το 6%, επιτρέποντας την άνετη προσέγγιση και από άτομα μειωμένης κινητικότητας. Ένας ιδιαίτερος νοητικός δεσμός δημιουργείται στους σύγχρονους επισκέπτες, μιας και αυτή ίσως να ήταν και η διαδρομή που ακολουθούσαν οι προσκυνητές στο αρχαίο ιερό. Το Δεσποτικό, όπου φύση και ιστορία παραμένουν αλώβητες από τις ανθρωπογενείς επεμβάσεις εδώ και αιώνες, μπορεί στο σύνολό του να αποτελέσει ένα πρότυπο οργάνωσης αρχαιολογικού πάρκου, μία διαχρονική περιήγηση στην κυκλαδική ιστορία.
Αρχαιολογική τεκμηρίωση:Γιάννος Κουράγιος, Ίλια Νταϊφά
Αρχιτεκτονική τεκμηρίωση: Dr. A. Ohnesorg
Mελέτη αναστήλωσης-επίβλεψη έργου: Γουλιέλμος Ορεστίδης,
Πολ. Μηχανικοί: Δρ. Δημήτρης Εγγλέζος, Δρ. Έλενα Τουμπακάρη,Β. Παπαβασιλείου
Μαρμαροτεχνίτες: Χρήστος Μπληγιάννος, Γιώργος Παλαμάρης, Ηλίας Σιψάς, Γιαννούλης Σκαρής, Βαγγέλης Χατζής, Παναγιώτης Ζεστανάκης, Λουκάς Ιωάννου, Γιώργος Κοντονικολάου, Μηνάς Μαραβέλιας, Μάρος Αρμάος