Αρχαιολογικοί χώροι

Η αρχαία Καρθαία της Κέας

Η ιστορία της Καρθαίας

Στην Κέα κατά την αρχαιότητα αναπτύχθηκαν τέσσερεις αρχαίες πόλεις-κράτη: η Ιουλίδα, η Καρθαία, η Κορησία και η Ποιήεσσα. Στη ΝΑ ακτή του νησιού, στον όρμο Πόλες, σε ένα φυσικό περιβάλλον σχεδόν αλώβητο από νεώτερες επεμβάσεις, εντοπίζονται τα εκτεταμένα λείψανα της αρχαίας Καρθαίας.

Τα πρωιμότερα ευρήματα στον χώρο ανάγονται στη μεσοκυκλαδική περίοδο, χωρίς να έχει τεκμηριωθεί έως σήμερα και εγκατάσταση της πρώιμης αυτής περιόδου. Ο πρώτος πυρήνας κατοίκησης της Καρθαίας διαμορφώνεται στους γεωμετρικούς χρόνους, πιθανότατα στον βραχώδη όγκο του «Κουλά». Σταδιακά η πόλη αναπτύσσεται, φθάνοντας σε περίοδο ακμής κατά τον 6ο και 5ο αι. π.Χ. Εμφανίζεται ανεξάρτητη και αυτόνομη, περιβάλλεται από ισχυρές οχυρώσεις, οικοδομεί επιβλητικά δημόσια κτήρια και κόβει δικά της αργυρά νομίσματα με εμπροσθότυπο αμφορέα. Η πρώτη σωζόμενη αναφορά του ονόματος της Καρθαίας εντοπίζεται στον Δ΄ Παιάνα του Πινδάρου (5ος αι. π.Χ.), όπου η Καρθαία αναφέρεται ως «ελαχύνωτον στέρνον χθονός» του Πινδάρου.

Οι Καρθαιείς μαζί με τους υπόλοιπους Κείους έλαβαν μέρος στα Περσικά. Συμμετείχαν στην Α΄ Αθηναϊκή Συμμαχία ήδη από το 478 π.Χ. και αναφέρονται στους φορολογικούς καταλόγους από το 451 π.Χ. Στον Πελοποννησιακό Πόλεμο (431-404 π.Χ.) πολέμησαν στο πλευρό των Αθηναίων.

Μετά το τέλος του πολέμου και έως το 394 π.Χ. το νησί βρισκόταν υπό σπαρτιατικό έλεγχο. Στα χρόνια που ακολούθησαν οι τέσσερεις πόλεις της Κέας διαμόρφωσαν συμπολιτεία διατηρώντας ωστόσο η κάθε μία χωριστά τη νομισματοκοπία της και την έκδοση ψηφισμάτων. Την εποχή αυτή διαμορφώθηκε ένας συνασπισμός με τα γειτονικά νησιά υπό την κυριαρχία της Ερέτριας.

Η Καρθαία υπήρξε μέλος της Β΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας, στο πλαίσιο της οποίας εξήγαγε μονοπωλιακά στους Αθηναίους μίλτο (μετάλλευμα με ποικίλες χρήσεις, μεταξύ άλλων στη ναυπηγική). Στη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) τάχθηκε στο πλευρό των Αθηναίων.

Στην περίοδο των Διαδόχων υπήρξε μέλος του Κοινού των Νησιωτών (314 π.Χ.) και παρέμεινε υπό την κυριαρχία των Αντιγονιδών έως το 288 π.Χ. Ακολούθως βρέθηκε υπό τον έλεγχο των Πτολεμαίων, που κυριάρχησαν στις θάλασσες τουλάχιστον μέχρι τον Χρεμωνίδειο Πόλεμο (267/6-262/1 π.Χ.), οπότε η Κέα λειτούργησε ως ναυτική βάση.

Τον 3ο αι. π.Χ. η πειρατεία φαίνεται πως έπληξε και την Καρθαία. Για την αντιμετώπιση του φαινομένου οι Κείοι, που εμφανίζονται πάλι ενωμένοι σε συμπολιτεία, ήρθαν σε συμφωνίες με το Κοινό των Αιτωλών.

Γύρω στο 200 π.Χ. η Ποίηεσσα, η ασθενέστερη πόλη του νησιού, φαίνεται ότι έχει απορροφηθεί από την Καρθαία. Από το 200 έως το 168 π.Χ. η Κέα βρέθηκε υπό τον έλεγχο των Ροδίων. Εν συνεχεία, εντατικοποιήθηκαν οι σχέσεις με τους Αθηναίους, οι οποίοι επιτηρούσαν το νησί με επιμελητή.

Οι αιώνες που ακολουθούν είναι σκοτεινοί ως προς την ιστορική εξέλιξη, ωστόσο η κατοίκηση στην Καρθαία συνεχίστηκε εντατικά μέχρι τον 7ο αι. μ.Χ. τουλάχιστον. Ο «Κουλάς» οχυρώνεταιμε επαναχρησιμοποιημένες μαρμάρινες λιθοπλίνθους, οι αρχαίοι ναοί βαθμιαία ερειπώθηκαν, τη θέση τους κατέλαβαν παλαιοχριστιανικοί τάφοι η παλαιότερη γνωστή βασιλική του νησιού κτίστηκε στον Βαθυπόταμο, ενώ παλαιοχριστιανικά χαράγματα εντοπίστηκαν σε σπηλαιώδες άνοιγμα της περιοχής. Η νέα θρησκεία εδραιώθηκε αλλά πλέον η Καρθαία έπαψε να υφίσταται ως πόλη, καθώς την εγκατέλειψαν και οι τελευταίοι της κάτοικοι.

Από τον ύστερο 17ο αιώνα τα επιβλητικά κατάλοιπα της Καρθαίας άρχισαν να προσελκύουν ξένους αρχαιοδίφες περιηγητές στο απομονωμένο αυτό τμήμα του νησιού. Αρχικά η θέση ταυτιζόταν με την Ιουλίδα, αλλά το 1811 ο δανός Brøndsted, που διεξήγαγε πολυήμερη έρευνα στο χώρο, διαπίστωσε βάσει επιγραφών ότι πρόκειται για την Καρθαία.

Συστηματική αρχαιολογική έρευνα στο χώρο ξεκίνησε το 1902 η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή. Η έρευνα συνεχίστηκε τη δεκαετία του 1960 από την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία και το 1987-1995 από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. Τέλος, τις περιόδους 2002-2008 και 2011-2015 η Επιτροπή Συντήρησης και Ανάδειξης αρχαίας Καρθαίας Κέας του Υπουργείου Πολιτισμού προχώρησε σε εργασίες ανάδειξης και αναστήλωσης των βασικότερων μνημείων της ακρόπολης στο πλαίσιο δύο ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Το έργο Συντήρησης και Ανάδειξης της Καρθαίας τιμήθηκε με το βραβείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Πολιτιστική Κληρονομιά / Βραβείο Europa Nostra 2017.

 

Τα μνημεία της αρχαίας Καρθαίας

Στο πλησιέστερο προς τη θάλασσα άνδηρο βρίσκεται ο εκατόμπεδος δωρικός ναός του Πυθίου Απόλλωνος (περ. 530 π.Χ.). Είναι πρόστυλος, εξάστυλος εν παραστάσι (16,00 Χ 31,15 μ., ύψ. 8,00 μ.) και υπήρξε ο κυριότερος λατρευτικός χώρος της πόλης, όπως μαρτυρούν φιλολογικές και επιγραφικές πηγές. Στον πρόναο και στην «πλατεία», εμπρός από το ναό, σώζονται πολλές βάσεις και βάθρα αναθημάτων, όπως και σειρά βάθρων ψηφισμάτων της βουλής και του δήμου των Καρθαιέων.

Στο ανώτερο άνδηρο βρίσκεται ο δωρικός ναός της «Αθηνάς» (περ. 500 π.Χ.), ο οποίος έχει αποδοθεί υποθετικά στην Αθηνά. Είναι περίπτερος με 6Χ11 κίονες (12,00 Χ 23,20 μ., ύψ. 8,70 μ.) και είναι ο παλαιότερος γνωστός δωρικός περίπτερος ναός στις Κυκλάδες. Τα αετώματα και τα ακρωτήριά του στόλιζαν αγαλματικές συνθέσεις (Αμαζονομαχία, σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κέας στην Ιουλίδα). Στο στυλοβάτη διακρίνονται επιγραφές «καλών».

Μνημειώδες Πρόπυλο ορίζει από νότο την είσοδο στο άνδηρο του ναού της «Αθηνάς» (μέσα 5ου αι. π.Χ.) . Πρόκειται για δωρικό, αμφιδίστυλο εν παραστάσι κτήριο (5,30 Χ 5,30 μ., ύψ. 6,00 μ.). Στο Πρόπυλο οδηγούσε από δυτικά αναβάθρα, ενώ από ανατολικά επιβλητικό κλιμακοστάσιο, το οποίο καθιστούσε εφικτή την επικοινωνία των ανδήρων των δύο ναών.

Στο άνδηρο του ναού της «Αθηνάς» βρίσκεται επίσης το αδιευκρίνιστης λειτουργίας «κτήριο D» (περ. 300 π.Χ.). Πρόκειται για ένα δωρικό, πρόστυλο, τετράστυλο εν παραστάσι δημόσιο κτήριο (10,40 Χ 15,40 μ., ύψ. 6,80 μ.) που οφείλει το συμβατικό του όνομα στο γράμμα D, με το οποίο το σημείωσε ο δανός Brøndsted στο πρώτο σκαρίφημα του χώρου, το 1811.

Το άνδηρο του ναού της «Αθηνάς» διαμορφώνεται από δύο εντυπωσιακούς αναλημματικούς τοίχους, κτισμένους με ογκόλιθους επιβλητικών διαστάσεων. Στον μεγαλύτερο μάλιστα από αυτούς (6,30 Χ 1,80 μ.) είναι χαραγμένη επιγραφή του 5ου αι. π.Χ. με τέσσερα ανδρικά ονόματα: Οράλιος, Ένκαιρος, Σχενήρετος, Εύδημος.

Χαμηλά στη δυτική κλιτύ της ακρόπολης βρίσκεται το χωρητικότητας περίπου 900 ατόμων λιθόκτιστο θέατρο της αρχαίας πόλης, που ανασκάφηκε πλήρως κατά την περίοδο 2011-2015. Χρονολογείται στα μέσα του 4ου αι. π.Χ., καταλαμβάνει έκταση περ. 800 τ.μ. και διαθέτει κοίλο, κυκλική ορχήστρα και σκηνή με προσκήνιο.

Δίπλα και εν μέρει επί τμημάτων του θεάτρου αναπτύχθηκε κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους εκτεταμένο συγκρότημα θερμών με πηγάδια, δεξαμενές και αίθουσες για θερμά, χλιαρά και κρύα λουτρά.

Στον διπλό όρμο της Καρθαίας διακρίνεται σήμερα καταβυθισμένος ο αρχαίος λιμενοβραχίονας (περ. 35 Χ 160 μ.), που εκτείνεται έως τη νησίδα και σχηματίζεται από ογκόλιθους, πλάκες και κροκάλες.

Την ακρόπολη της Καρθαίας περιθέουν σε μήκος άνω των 2 χλμ. τείχη, που χρονολογούνται στον 6ο– 4ο αι. π.Χ. Διαθέτουν πύλες και πύργους και σώζονται σε σχετικά καλή κατάσταση. Στην κορυφή της λοφοσειράς της Καρθαίας εκεί όπου υψώνεται σήμερα το ξωκκλήσι της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας του 20ού αι., διακρίνονταν μέχρι το 1921 κατάλοιπα μικρού αρχαίου ναού (4,80 Χ 6,62 μ.). Στις πλαγιές των λόφων απλώνονταν οικίες, όπως μαρτυρούν τμήματα τοίχων, κατώφλια, δεξαμενές και χρηστικά αντικείμενα.

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Ώρες Λειτουργίας: Ο χώρος είναι διαρκώς επισκέψιμος και χωρίς εισιτήριο.

Α.Μ.Ε.Α.: Δεν υπάρχει πρόβλεψη.

Πρόσβαση στον Αρχαιολογικό Χώρο: Η πρόσβαση στην Καρθαία εξασφαλίζεται είτε από τέσσερα λιθόστρωτα παραδοσιακά μονοπάτια, ενταγμένα σε δίκτυο οδοιπορικού τουρισμού με ειδική σήμανση (Αγ. Συμεών, Κάτω Μεριά, Σταυρουδάκι, Χαβουνά) είτε από σύντομο μονοπάτι από τον όρμο Καλησκιάς. Δυνατή είναι και η από θαλάσσης προσέγγιση. Πληροφορίες: <https://destinationkea.com/politismos/monopatia/> (μονοπάτια 3, 5, 6, 7).

Πωλητήριο: Δεν υπάρχει πωλητήριο.

 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Λ. Μενδώνη, «Αρχαιολογικές έρευνες στην Κέα: Αρχαία Καρθαία», Αρχαιογνωσία 4 (1985-86)[1989] 149-187.

Κ. Μάνθος, Αρχαιολογία της νήσου Κέας, εισαγωγή – μεταγραφή – σχόλια Λ. Γ. Μενδώνη, Αθήνα 1991.

Ε. Σημαντώνη-Μπουρνιά  – Λ. Γ. Μενδώνη  – Τ. Μ. Πανάγου, Καρθαία, ἐλαχύνωτον στέρνον χθονός, Αθήνα 2009.

Ε. Σημαντώνη-Μπουρνιά  – Τ. Πανάγου – Δ. Μαυροκορδάτου, Το θέατρο της αρχαίας Καρθαίας στην Κέα. Ανασκαφή, στερέωση, ανάδειξη, Αθήνα 2017.