Το βασικό οικιστικό κέντρο της Γεωμετρικής εποχής (10ος-8ος αι. π.Χ.) στην Τήνο, εντοπίζεται στην ενδοχώρα του νησιού και συγκεκριμένα στην ορεινή περιοχή του Ξώμπουργου. Η επιλογή της θέσης σε απόσταση από τη θάλασσα θεωρείται ότι αντανακλά την ανάγκη για προστασία από την πειρατεία που κυριαρχεί στο Αιγαίο τους αιώνες που ακολουθούν την πτώση των μυκηναϊκών ανακτόρων (11ος αι. π.Χ.).
Το Ξώμπουργο, το οποίο αποτελεί επί σειρά ετών το επίκεντρο συστηματικής ανασκαφικής έρευνας αρχικά της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας και στη συνέχεια του Εθνικού και Καποδιστριακού Παν/μίου Αθηνών, υπό τη διεύθυνση της Καθ. Κ. Νότας Κούρου, παρέμεινε το σημαντικότερο οικιστικό και «πολιτικό» κέντρο στην Τήνο κατά τη διάρκεια αιώνων έως περίπου τα μέσα του 4ου αι. π.Χ., οπότε και εγκαταλείπεται. Η αρχαιολογική σκαπάνη στις υπώρειες του απόκρημνου βραχώδους υψώματος με το μεσαιωνικό κάστρο στην κορυφή, έφερε στο φως σημαντικά λείψανα της Γεωμετρικής περιόδου (10ος-8ος αι. π.Χ.). Ειδικότερα αποκαλύφθηκε ισχυρή οχύρωση, που προστάτευε τον οικισμό με τη μορφή Κυκλώπειου τείχους από μεγάλους ογκόλιθους. Έξω από την πύλη του τείχους ήρθε στο φως μικρό υπαίθριο ιερό με πολλές φάσεις, που καλύπτουν όλη τη Γεωμετρική εποχή. Λάκκοι με πυρές, προσφορές στερεών ή υγρών αγαθών (καρποί, λάδι, κρασί, μέλι), σπασμένα αγγεία και υπολείμματα τελετουργικών γευμάτων, υποδεικνύουν την άσκηση ταφικής λατρείας προς τιμή των προγόνων. Τον 8ο αι. π.Χ., το ιερό οργανώνεται με τη δημιουργία περιβόλων που περικλείουν τις πυρές, εσχάρας και λιθόκτιστου εδράνου για τις τελετουργίες. Πρόκειται για την περίοδο εμφάνισης του θεσμού της «Πόλης-Κράτους», οπότε και το ιερό στο Ξώμπουργο αποκτά κοινοτικό χαρακτήρα με την άσκηση χθόνιας λατρείας στην οποία συμμετείχαν όλα τα μέλη της κοινότητας.
Η άσκηση υπαίθριας λατρείας στο Ξώμπουργο πιστοποιείται και στην περιοχή, όπου αργότερα ιδρύθηκε το «Θεσμοφόριο» (βλ παρακάτω). Η λατρεία άρχισε λίγο πριν τα τέλη του 8ου αι. π.Χ., και ήταν αφιερωμένη στη γυναικεία θεότητα της φύσης και της αναπαραγωγής. Βρέθηκε υπαίθριος βωμός («εσχάρα»), λιθόκτιστο έδρανο και αβαθείς λάκκοι στους οποίους ήταν στερεωμένοι μεγάλοι πιθαμφορείς με ανάγλυφο διάκοσμο για τη φύλαξη της ετήσιας προσφοράς των πρώτων καρπών της γης (απαρχές) προς τη θεότητα.
Κατά τη διάρκεια της αρχαϊκής περιόδου (7ος-6ος αι. π.Χ.), ο οικισμός επεκτείνεται έξω από τη γραμμή της οχύρωσης. Στις αρχές του 7ου αι. π.Χ., πάνω από το ανατολικό τμήμα του υπαίθριου γεωμετρικού ιερού έξω από την πύλη του τείχους, διαμορφώνεται μικρός ναός («ιερός οίκος») με έναν εσωτερικό χώρο. Ο μικρός αυτός ναός ήταν αφιερωμένος σε λατρεία χθόνιων θεοτήτων, που είχαν σχέση με τη φύση και την καλλιέργεια της γης. Το κτήριο κοσμούσε, πιθανότατα, τμήμα ανάγλυφης πήλινης ζωφόρου, που εικονίζει άρμα που σέρνουν φτερωτοί ίπποι και στο οποίο επιβαίνουν δύο γυναικείες μορφές.
Η άσκηση της λατρείας στην περιοχή του μεταγενέστερου «Θεσμοφόριου» συνεχίζεται τον 7ο αλλά και τον 6ο αι. π.Χ., όπως αποδεικνύουν οι πιθαμφορείς που εξακολουθούν να αφιερώνονται στο ιερό. Τα μεγάλα αυτά σε μέγεθος αγγεία διακοσμούνται με πλούσιες ανάγλυφες εικονιστικές παραστάσεις, σε ορισμένες περιπτώσεις μοναδικές, για την ιστορία της αρχαίας ελληνικής τέχνης (βλ. παρακάτω).
Ο αρχαϊκός οικισμός οχυρώνεται στην περίοδο των Περσικών πολέμων (αρχές 5ου αι. π.Χ.). Την ίδια περίπου περίοδο (τέλη 6ου-αρχές 5ου αι. π.Χ.) τη θέση της θεάς της γονιμότητας και της φύσης παίρνει η προστάτιδα της γεωργίας θεά Δήμητρα. Τη συνέχιση της παράδοσης στη θρησκεία βλέπουμε στην περίπτωση του «Θεσμοφόριου». Στο χώρο του παλαιότερου υπαίθριου ιερού ιδρύεται, στη διάρκεια της κλασικής περιόδου (5ος και 4ος αι. π.Χ.), ιερό ναόσχημο οικοδόμημα αφιερωμένο στη λατρεία της Δήμητρας («Θεσμοφόριο») . Τα σωζόμενα αρχιτεκτονικά λείψανα, τα οποία σώζονται έξω από τη δυτική πύλη του τείχους των αρχών του 5ου αι. π.Χ., δεν ανήκουν όλα στην ίδια εποχή. Το ναόσχημο οικοδόμημα, το οποίο αποτελείται από ένα μικρό κεντρικό δωμάτιο (σηκό) και έναν προθάλαμο (πρόναο) και έχει δάπεδο στρωμένο με βότσαλα χρονολογείται τον 5ο αι. π.Χ. Κατά τη διάρκεια του 4ου αι. π.Χ., ο ναΐσκος αποκτά επιπλέον χώρους (προσκτίσματα) για τη διανυκτέρευση των γυναικών η παρουσία των οποίων ήταν αναγκαία για την τέλεση της εορτής των «Θεσμοφορίων» προς τιμήν της θεάς Δήμητρας.
Μεταξύ των οικοδομημάτων που έχουν ανασκαφεί στο Ξώμπουργο, ιδιαίτερη, τέλος, είναι η σημασία του «Κτηρίου Ε», το οποίο εντοπίζεται έξω από τα τείχη που περιέκλειαν τον γεωμετρικό οικισμό. Στο κτήριο διακρίνονται δύο οικοδομικές φάσεις. Μία αρχαϊκή και μία κλασική. Η εύρεση αντικειμένων, όπως είναι ακέραιο χάλκινο δικαστικό πινάκιο, άλλα ενεπίγραφα μεταλλικά αντικείμενα και εξαιρετικής ποιότητας εισηγμένα αγγεία (αρχαϊκά κορινθιακά και κλασικά αττικά), υποδεικνύουν ότι, πιθανότατα, πρόκειται για δημόσιο κτήριο («Ανδρείον» ή «Πρυτανείον»).
Στην ανατολική πλευρά του Ξώμπουργου λίγο πιο χαμηλά από τη μονή της Ιεράς Καρδίας του Χριστού στη θέση που είναι γνωστή με το όνομα «Βαρδαλάκος» βρίσκεται το μόνο μέχρι στιγμής γνωστό νεκροταφείο του αρχαίου οικισμο.
Η κύρια ακμή του νεκροταφείου που άρχισε να χρησιμοποιείται, πιθανότατα, κατά την αρχαϊκή εποχή, ανήκει στον 5ο και στον 4ο αι. π.Χ. Περιλαμβάνει απλούς τάφους, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από μεγάλη τυπολογική ποικιλία (σαρκοφάγοι, εγχυτρισμοί, κιβωτιόσχημοι, κεραμοσκεπείς) αλλά και μερικούς περιβόλους για οικογενειακές ταφές. Ιδιαίτερο είναι το ενδιαφέρον κτιστών κατασκευών σε χρήση για τελετουργίες προς τιμήν των νεκρών. Σε ορισμένες περιπτώσεις, διαπιστώθηκε ότι στις κατασκευές στήνονταν μαρμάρινα μνημεία, όπως στήλες και επιτάφιοι ναΐσκοι.
——————–
Το Ξώμπουργο αποτελούσε το βασικό οικιστικό και «πολιτικό» κέντρο στην Τήνο από τον 10ο αι. π.Χ. έως περίπου τα μέσα του 4ου αι. π.Χ.
Κατά τη βυζαντινή περίοδο το κύριο οικιστικό κέντρο του νησιού μεταφέρθηκε από τη σημερινή Χώρα της Τήνου στους πρόποδες του λόφου «Ξώμπουργκο», στην περιοχή του σημερινού χωριού Ξινάρα. Στον λόφο του «Ξώμπουργου» που ονομαζόταν «Κάστρο», η πρώτη οχύρωση στην βραχώδη κορυφή τοποθετείται την εποχή της αραβικής εισβολής (β΄μισό του 7ου αι.) σύμφωνα με τον μελετητή του Δημήτρη Αθανασούλη και την κεραμική που προέκυψε από τις πρόσφατες έρευνες και μελέτησε η Α. Γιαγκάκη. Οι ερευνητικές – ανασκαφικές εργασίες της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων σε συνεργασία με το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, που διενεργούνται στο πλαίσιο προγράμματος με τίτλο «Βυζαντινή και Λατινοκρατούμενη Τήνος: Παλαιά και νέα αρχαιολογικά δεδομένα» επικεντρώνονται στο παλιότερο τμήμα του κάστρου, την ακρόπολη, που περιλαμβάνει τον βράχο της κορυφής και το βορειοανατολικό ορθογωνικό πλάτωμα που περικλείεται από ισχυρό περίβολο, ο οποίος ενισχύεται στο μέσον με έναν πεντάπλευρο οξύληκτο πύργο. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατίθενται «Έκθεση για το νησί και την πόλη της Τήνου του Pompeo Ferrari, ευγενή από την Piacenza», ο εν λόγω Πύργος ήταν γνωστός ως «Πύργος του Αγίου Γεωργίου». Ο επόμενος μεσαιωνικός ορίζοντας με έντονη παρουσία, τουλάχιστον βάσει κεραμικής, είναι αυτός του τέλους του 12ου ή των αρχών του 13ου αι.
Το 1207 όταν την Τήνο κατέλαβαν οι αδελφοί Ανδρέας και Ιερεμίας Ghisi, κτίστηκε φρούριο, το «Κάστρο της Αγίας Ελένης», όπως ονομάστηκε, από τον ομώνυμο ναό που προϋπήρχε στην κορυφή του. Την περίοδο αυτή που διήρκεσε περίπου δύο αιώνες (1207-1390) διαδέχθηκε η βενετοκρατία (1390-1715) και μετά από πειρατικές επιδρομές η σύντομη κατάληψη του νησιού (1538) από τον Χαιρεντίν Μπαμπαρόσσα. Μετά την ανακατάληψή του από τους Βενετούς το φρούριο ενισχύθηκε και η πόλη απαρτίστηκε από τρία βασικά μέρη α)Το ατείχιστο προάστιο (Borgo) με λιγοστές οικίες και δυο τουλάχιστον ναούς, β) την κυρίως πόλη (habitado) που διέθετε σύμφωνα με τις πηγές κατά εποχές 500-677 οικίες και αρκετούς ναούς και γ) το οχυρό κάστρο στο ανώτερο τμήμα του λόφου. Η ΒΑ-ΝΑ πλευρά του βράχου ήταν φυσικά οχυρωµένη ενώ οι οχυρώσεις κτίστηκαν στα ΒΔ –ΝΔ, στην πλευρά της πλαγιάς, όπου ήταν κτισµένη η πόλη. Τα 600 περίπου μέτρα του τείχους περιλάμβαναν ένα ψηλό πύργο, έναν ημικυκλικό προμαχώνα το αποκαλούμενο «Mezzaluna», τον κεντρικό προμαχώνα ένα ψηλό τετράγωνο πύργο (“La Punta”), και την δευτερεύουσα πύλη.
Μετά από τους τρεις κύριους χρονολογικούς ορίζοντες κατοίκησης ελάχιστα έως τώρα ίχνη υπάρχουν για τον 17ο αι., όταν άλλωστε αναφέρεται ότι αν και συνολικά στο Ξώμπουργο διέμεναν κάτω από 1.000 κάτοικοι, ελάχιστοι στρατιώτες βρίσκονταν στο άνω μέρος του κάστρου.
Μετά την οριστική κατάληψη του νησιού από του Τούρκους το 1715 το Φρούριο του Ξώμπουργου καταστράφηκε ολοσχερώς (τείχη και κτήρια), προκειμένου να μην υπάρξει κίνδυνος επαναχρησιμοποίησής του μετά από ανακατάληψη της νήσου.