Η Πάρος, στο κέντρο των Κυκλάδων, είναι το μεγαλύτερο νησί από ένα ευρύτερο σύμπλεγμα νησιών που περιλαμβάνει την Αντίπαρο, τα ακατοίκητα νησιά Δεσποτικό και Στρογγυλό, τη βραχονησίδα Σάλιαγκο και άλλες μικρότερες βραχονησίδες.
Έχει έκταση 195 τ.χλμ και πρωτεύουσά του είναι η Παροικιά.
Το νησί πήρε το όνομά του από τον Πάρο, τον αρχηγό των Αρκάδων που εγκαταστάθηκαν τον 9ο αι.π.Χ. στην περιοχή της σημερινής Παροικιάς. Στην αρχαιότητα η Πάρος ήταν γνωστή και με τα ονόματα Καβαρνίς, Υρία, Παναιτία, Δημητριάς και Μινωίς.
Στην ακτογραμμή του νησιού σχηματίζονται μικροί και μεγάλοι όρμοι με αμμώδεις παραλίες. Με εξαίρεση τον ορεινό όγκο του Προφήτη Ηλία (Όρος Μάρπησσα), το νησί είναι πεδινό με πολλές καλλιεργήσιμες εκτάσεις.
Το υπέδαφος διαμορφώνεται από μεταμορφωμένα πετρώματα, κυρίως μάρμαρα και σχιστόλιθους, ενώ σε μεγάλα κοιτάσματα βρίσκεται το περίφημο παριανό μάρμαρο. Ο συγκερασμός των παραπάνω στοιχείων έκαναν την Πάρο ιδανικό μέρος κατοίκησης ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους. Το νησί παρουσιάζει ιδιαίτερο περιβαλλοντικό ενδιαφέρον. Ευδοκιμούν δέντρα όπως το πεύκο της θάλασσας (αλμυρίκι), οι κέδροι, οι φίδες, τα εσπεριδοειδή και μεγάλη ποικιλία φρυγάνων και θάμνων.
Η ορνιθοπανίδα αποτελείται από τριακόσια και πλέον είδη, ενώ στους υγρότοπους του νησιού βρίσκουν καταφύγιο πολλά είδη μεταναστευτικών και ενδημικών πουλιών, ανάμεσα στα οποία και ορισμένα σπάνια, όπως ο θαμνοψάλτης, οι κόρακες και ο αιγαιόγλαρος.
Στην περιοχή Ψυχοπιανά βρίσκουν καταφύγιο αμέτρητες νυχτοπεταλούδες του είδους panaxia quadripunctaria που ενδημούν μόνο στην Πάρο και τη Ρόδο, ενώ στους θαλάσσιους βιότοπους γύρω από το νησί φιλοξενείται η μεσογειακή φώκια (monachus monachus).
Βιβλιογραφία
“ΠΑΡΟΣ Αντίπαρος Δεσποτικό
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΣΤΑ ΝΕΩΤΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ»