Ο Σάλιαγκος, σήμερα μικρή νησίδα μεταξύ των νήσων Πάρου και Αντιπάρου και των νησίδων Μάργινες και Ρευματονήσι, αποτελούσε κατά την Ύστερη Νεολιθική περίοδο, όταν χρονολογείται ο οικισμός που αποκαλύφθηκε σε αυτόν, χαμηλή χερσόνησο μεγ. υψ. 5μ., στο βόρειο τμήμα του ισμθού που ένωνε τα δύο νησιά (Πάρο και Αντίπαρο) όταν η στάθμη της θάλασσας βρισκόταν αρκετά μέτρα χαμηλότερα. Προκύπτει επομένως, σύμφωνα με υποθαλάσσιες γεωμορφολογικές έρευνες, ότι κατά την περίοδο εκείνη η Πάρος συνιστούσε, μαζί με την Αντίπαρο, το Σάλιαγκο και το Δεσποτικό, ένα μεγάλο ενιαίο νησί, την λεγόμενη «ευρύτερη Πάρο”. Η θέση εύλογα ήταν σημαντική για τον έλεγχο της θαλάσσιων δρόμων στην περιοχή.
Αρχαιολογικά δεδομένα
Το νησί επισκέφθηκε το 1959 ο αείμνηστος Νικ. Ζαφειρόπουλος, ο οποίος και εντόπισε τα κατάλοιπα προϊστορικού οικισμού. Η συστηματική ανασκαφή της νησίδας πραγματοποιήθηκε από τους C.Renfrew και J.D. Evans της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής κατά τα έτη 1964-1965. Σύμφωνα με την δημοσίευση που πραγματοποίησε η Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή, στην επιφάνεια της νησίδας, σε μεγάλο βαθμό απογυμνωμένης από χώμα, ήταν ορατές μεγάλες συγκεντρώσεις οψιανού. Στο νότιο τμήμα υπήρχε ικανή ποσότητα χώματος, που έφτανε σε βάθος τουλάχιστον 2μ. Εκεί ανασκάφηκαν σπίτια τετράγωνης κάτοψης, με λίθινους ή πλινθόχτιστους τοίχους, χτισμένους πάνω σε λίθινα θεμέλια. Τα σπίτια είχαν ελαφριά ανωδομή, ενώ ο οικισμός περιβαλόταν από τείχος. Υποθαλάσσιες έρευνες έδειξαν ότι o οικισμός εκτεινόταν και πέραν των ορίων της σημερινής νησίδας. Δεδομένου ότι δεν έχουν εντοπιστεί οι χώροι ταφής των κατοίκων, οι γνώσεις μας για τον πολιτισμό της εποχής προέρχονται αποκλειστικά από τα οικιστικά κατάλοιπα. Εκτός των προϊστορικών καταλοίπων, στον κυρίως χώρο της ανασκαφής βρέθηκε αρχικά τάφος διαταραγμένος που από την κεραμική του (ακέραιος λύχνος) χρονολογείται στους ρωμαϊκούς χρόνους.
Κινητά ευρήματα
Οι ανασκαφές στον Σάλιαγκο έφεραν στο φως πλήθος κινητών ευρημάτων (κεραμική, ειδώλια, λίθινα εργαλεία, υπολείμματα τροφής κ.α.). Αξιοσημείωτη είναι η πλήρης απουσία του μετάλλου, συχνού σε άλλες θέσεις της ίδιας περιόδου.
Κεραμική
Κυριαρχούν τα ανοικτά αγγεία, κυρίως φιάλες που στηρίζονται σε επίπεδες βάσεις ή ψηλό πόδι . Τα τελευταία, γνωστά ως καρποδόχες ή «φρουτιέρες», αποτελούν προσφιλές και χαρακτηριστικό σχήμα του οικισμού και θα πρέπει να είναι προϊόντα τοπικού εργαστηρίου. Ο χαρακτηριστικός ρυθμός της κεραμικής του Σάλιαγκου είναι η λευκή γραμμική διακόσμηση πάνω σε σκοτεινό βάθος, που σχεδιάζεται στην επιφάνεια του αγγείου μετά την όπτηση γι’ αυτό και είναι σχεδόν εξίτηλη, με ποικιλία διακοσμητικών θεμάτων (ευθείες γραμμές, πλατιές ταινίες, τεθλασμένες, επάλληλες γωνίες, τρίγωνα, τετράγωνα, ρόμβους, κλπ). Η διακόσμηση αυτή παρουσιάζει συγγένειες με θέματα της Δωδεκανήσου και των νήσων του ανατολικού Αιγαίου. Από την άλλη πλευρά η κεραμική με αλοιφωτή διακόσμηση είναι διαδεδομένη σε όλη την νότια Βαλκανική, και συνδέει τον νησιωτικό χώρο με την ηπειρωτική Ελλάδα. Η αλοιφωτή διακόσμηση ερμηνεύεται κυρίως ως τελετουργική λόγω της ευαισθησίας της επίθετης αλοιφής στην συχνή χρήση.
Ειδωλοπλαστική
Ένα ενδιαφέρον σύνολο ειδωλίων ήρθε στο φως κατά τις ανασκαφές του Σάλιαγκου. Από τα μαρμάρινα ειδώλια περίφημη είναι η «καθιστή κυρία» ή «παχιά κυρία» του Σάλιαγκου της οποίας η ασφαλής στρωματογραφική προέλευση τοποθετεί την πλαστικά αποδοσμένη μορφή στις απαρχές της γλυπτικής των Κυκλάδων. Βρέθηκε επίσης ένα σανιδόμορφο ειδώλιο του τύπου των βιολόσχημων, καθώς και άλλα σχηματοποιημένα μαρμάρινα ειδώλια . Επίσης βρέθηκε κορμός και τμήματα ποδιών πήλινων ειδωλίων καθώς και ελάχιστα οστέινα ανθρωπόμορφα περίαπτα.
Λιθοτεχνία
Αξιοσημείωτη είναι η μεγάλη ποσότητα οψιανού που ήρθε στο φως κατά την διάρκεια των ερευνών της Βρετανικής σχολής (εκτός των αποτμημάτων, βρέθηκαν 1176 καλά επεξεργασμένα εργαλεία από οψιανό καθώς και 45 από άλλους ηφαιστειογενείς λίθους. Ο οψιανός προέρχεται κυρίως από τη Μήλο, γεγονός που υποδηλώνει τη χρήση πλωτών μέσων για τη μεταφορά τους και τη γνώση ναυσιπλοΐας από τους ανθρώπους της εποχής αυτής.
Οικονομία – ασχολίες των κατοίκων
Οι κάτοικοι του Σάλιαγκου κατά την νεολιθική περίοδο ασχολούνταν κυρίως με την αλιεία, αλλά και την κτηνοτροφία (αιγοπρόβατα βοοειδή, χοίροι), καθώς και την περιορισμένη καλλιέργεια δημητριακών, κυρίως κριθής. Επίσης ασχολούνταν με την αγγειοπλαστική, την καλαθοπλεκτική και την λάξευση του οψιανού για την κατασκευή εργαλείων. Κατά τις έρευνες στην νησίδα συνελέγησαν 21886 κελύφη προερχόμενα από 19 είδη γαστερόποδων (σαλιγκάρια), κεφαλόποδων (σουπιές), εχινόδερμων και αρθρόποδων (καβούρια). Η εύρεση των όστρεων σε απορριματικούς χώρους ή κατά ομάδες αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι πρόκειται για κατάλοιπα γευμάτων. Συνελέγησαν επίσης περίπου 3000 οστά ιχθύων, με κυρίαρχο τον τόνο, ορισμένα δε εκ των οστών ανήκουν σε ψάρια μεγάλου μεγέθους και υποδηλώνουν δεξιοτεχνία και γνώση αλιείας σε βαθιά νερά. Βάσει των κινητών ευρημάτων, η αλιεία γινόταν με δίχτυα και βέλη.
[1] J. D. Evans, C.Renfrew, Excavations at Saliagos near Antiparos, 1968.