Τα πολυάριθμα και σημαντικά ευρήματα από τον μεγάλο ερειπιώνα της Δήλου αλλά και την εκτεταμένη νεκρόπολη της Ρήνειας, από τα πρώτα χρόνια συγκρότησης του ελληνικού κράτους, δημιουργούν την ανάγκη δημιουργίας μουσειακού χώρου στη Μύκονο, για τη συγκέντρωση και προστασία των πολυάριθμων αρχαιοτήτων από τα γειτονικά νησιά. Με τη φροντίδα της Δημογεροντίας και του Δήμου Μυκόνου αρχικά, και αργότερα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, ενοικιάζονται ιδιωτικές οικίες για να στεγαστούν επιτύμβιες στήλες, επιγραφές και αγάλματα.
Το 1897 ο πρώτος Έφορος Αρχαιοτήτων Δήλου/Μυκόνου Δημήτριος Σταυρόπουλλος, παράλληλα με την εποπτεία των ανασκαφών της Γαλλικής Σχολής Αθηνών στη Δήλο, ξεκινά τις ανασκαφές στη Ρήνεια: εκεί εντοπίζει τον Βόθρο της Κάθαρσης, τον χώρο όπου οι Αθηναίοι τον χειμώνα του 426/425 π.Χ. τοποθέτησαν τα οστά και τα κτερίσματα από τους τάφους των Δηλίων, τους οποίους απομάκρυναν από το Ιερό νησί σύμφωνα με κάποιον χρησμό (Θουκυδίδης 3.104). Η Ρήνεια θα αποτελέσει τόπο ταφής των Δηλίων -καθώς πλέον στο ιερό νησί θα απαγορεύονται οι γεννήσεις και οι θάνατοι- έως και τους ρωμαϊκούς χρόνους.
Τα χιλιάδες ευρήματα από τον Βόθρο της Κάθαρσης αλλά και συνολικότερα από τη νεκρόπολη της Ρήνειας καθιστούν πιο απαραίτητη από ποτέ τη δημιουργία Μουσείου στη Μύκονο. Έτσι, στις 9 Μαϊου 1898 ο Δήμος Μυκονίων παραχωρεί στο Υπουργείο των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως αγρό που είχε αγοράσει λίγους μήνες αργότερα στη θέση Καμινάκι για τη δημιουργία Δημοσίου Αρχαιολογικού Μουσείου.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Μυκόνου αρχίζει να οικοδομείται το 1899, καθιστώντας το έτσι ένα από τα αρχαιότερα Μουσεία στην ελληνική επικράτεια. Εκεί συγκεντρώνονται τόσο οι αρχαιότητες που φυλάσσονταν σε σπίτια της Μυκόνου όσο και τα αρχαία από τις ανασκαφές της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας στη Ρήνεια.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 με τις ενέργειες του Εφόρου Νικολάου Ζαφειρόπουλου το Αρχαιολογικό Μουσείο Μυκόνου επεκτείνεται, και η έκθεση των αρχαιοτήτων από τη Ρήνεια οργανώνεται εκ νέου. Οι αρχαιότητες που εντοπίζονται στην ίδια τη Μύκονο τοποθετούνται αναγκαστικά -λόγω έλλειψης χώρου- στις αποθήκες του Μουσείου, εκτός από λίγα ευρήματα από τα περίφημες προϊστορικές θέσεις του νησιού (στη Φτελιά, τον Διακόφτη και τα Αγγελικά) καθώς και τον περίφημο Πίθο της Μυκόνου.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Μυκόνου τα τελευταία χρόνια έχει φιλοξενήσει σειρά περιοδικών εκθέσεων, αρχαιολογικών, σύγχρονης τέχνης κ.λπ., με στόχο να καταστεί βασικός πυλώνας στην ανάδειξη του πλούσιου πολιτιστικού αποθέματος του νησιού. Παράλληλα, η Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, σε συνεργασία με τον Δήμο Μυκόνου, έχει δρομολογήσει την επέκταση και επανέκθεση του Μουσείου, έτσι ώστε δίπλα στα ευρήματα από τη Ρήνεια, να εκτεθούν για πρώτη φορά στο σύνολό τους και τα ευρήματα από την ίδια τη Μύκονο.
Βιβλιογραφία
Π.Ι. Χατζηδάκης, Το Αρχαιολογικό Μουσείο Μυκόνου, Ο Μέντωρ 35, 1995, 108-122.
M. J. Anderson, The Fall of Troy in Early Greek Poetry and Art, 1997.
M. Ervin Caskey, “Notes on Relief Pithoi of the Tenian-Boiotian Group”, AJA, 80, 1976, pp. 19–41.
M. Ervin, “A Relief Pithos from Mykonos”, Deltion, 18, 1963, 37-75.