Από τη δημιουργία έως την αχλή του μύθου.
Στην ποιητική αφήγηση της δημιουργίας του κόσμου από τη Θεογονία του Ησίοδου, σύμφωνα με την οποία «… η Γη γέννησε πρώτα ίσον μ᾽ αυτή τον Ουρανό, …….. τα όρη τα ψηλά, …. το πέλαγος το άκαρπο … και τον Πόντο, δίχως ζευγάρωμα ευφρόσυνο. Κι έπειτα ξάπλωσε με τον Ουρανό και γέννησε τον Ωκεανό το βαθυδίνη, … και την εράσμια Τηθύ» αναγνωρίζουμε στοιχεία του γεωλογικού παρελθόντος κατά το οποίο από τον πυθμένα της αρχέγονης θάλασσας της Τηθύος αναδύθηκαν οι ελληνίδες οροσειρές, τα νησιά του Αιγαίου και το σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Στο κέντρο αυτών μια μικροσκοπική νήσος, που επρόκειτο να μετεξελιχθεί σε ένα σπουδαίο κέντρο του αρχαίου κόσμου. Από την ταπεινή προϊστορική εποχή έως την ακμή των ιστορικών χρόνων και από τη λήθη του Μεσαίωνα μέχρι την επαναανακάλυψη της από τους ρομαντικούς περιηγητές και τους αρχαιολόγους αντανακλούσε σημαντικές πτυχές της ιστορίας των κοινωνιών της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου και μεταμορφωνόταν διαρκώς συμμετέχοντας στη ροή της.
Η «άδηλος» νήσος, που έως τότε έπλεε ελεύθερα στα κύματα, φανερώθηκε στο προσκήνιο του μύθου και έγινε «δήλος», όταν η Υπερβόρεια Λητώ κυνηγημένη από τη ζήλεια της Ήρας βρήκε εκεί φιλόξενο καταφύγιο για να φέρει στο φως τα δίδυμα παιδιά αυτής και του Δία, Απόλλωνα και Άρτεμη, θεούς του ηλιακού φωτός και του φωτός της Σελήνης αντίστοιχα. Γι΄ αυτό είχε φροντίσει ο ίδιος ο Δίας που ζήτησε τη βοήθεια του Ποσειδώνα. Ο ποιητής Καλλίμαχος περιγράφει με λυρισμό την πρόταση που απευθύνθηκε στη Δήλο να δεχτεί την επίτοκο και μεταξύ άλλων τα δέλεαρ των δώρων που θα έφερναν οι θιασώτες των θεών σε απόλαυση και της ίδιας. Ο μικρός Απόλλωνας σωρεύοντας τα κέρατα των αιγών που κυνηγούσε η αδελφή του στις πλαγιές του Κύνθου δημιούργησε ο ίδιος την πρώτη εγκατάσταση, τον Κεράτινο βωμό, και εισήγαγε ο ίδιος για πρώτη φορά την έννοια της οργανωμένης λατρείας του στο νησί.
Οι πρώτοι κάτοικοι της μικροσκοπικής νήσου.
Η γεωλογία της νήσου της χάρισε ένα αναπάντεχο δώρο: ένα πλούσιο υδροφόρο ορίζοντα, βασικό στοιχείο για τη ζωή του ανθρώπου. Ωστόσο, οι περιορισμένοι ζωτικοί χώροι και φυσικοί πόροι του μικροσκοπικού νησιού, δεν θα μπορούσαν από μόνοι τους να υποστηρίξουν την ζωή παρά μόνον μιας μικρής κοινωνίας. Στην γρανιτική κορυφή του Κύνθου εντοπίζονται τα αρχαιότερα εντοπισμένα ανθρώπινα ίχνη στο νησί. Οι κάτοικοι του μικρού πρωτοκυκλαδικού οικισμού, που χρονολογείται από την τρίτη χιλιετία π.Χ., θέλοντας να προφυλαχθούν από τους κινδύνους που χαρακτηρίζουν την ταραγμένη αυτή εποχή, έκτισαν τις ελλειψοειδούς κάτοψης οικίες τους στην φυσικά οχυρή θέση. Η διαρκής χρήση του χώρου δεν επέτρεψε τη διατήρηση πολλών αρχιτεκτονικών λειψάνων και τα λιγοστά κινητά ευρήματα εκτίθενται στο Μουσείο.
Στα μυκηναϊκά χρόνια, οι ασφαλείς συνθήκες στο Αιγαίο επέτρεψαν στον οικισμό να κατεβεί σε πιο φιλόξενο και λειτουργικό χώρο, στην μικρή πεδιάδα της δυτικής ακτής, διαμέσου της οποίας ο ποταμός Ινωπός εξέβαλε στη θάλασσα. Τα ανεσκαμμένα λείψανα, ωστόσο, δεν μπορούν να δείξουν εάν ο χώρος είχε αποκτήσει ήδη την ιερότητα με την οργανωμένη μορφή που πήρε αργότερα.
Στο ερώτημα της έναρξης της λατρείας του Απόλλωνα στο νησί, ορισμένοι μελετητές προτείνουν μια ερμηνεία που στηρίζεται στη θέση του νησιού στο Αιγαίο. Η γεωγραφική θέση της Δήλου, πάνω σε κύριους θαλάσσιους δρόμους που συνδέουν το Δυτικό με το Βόρειο και Ανατολικό Αιγαίο είναι σημαντική. Οι ναυτικοί που ήθελαν να ταξιδέψουν προς τα ανατολικά, ίσως στέκονταν στο μικρό νησί για να εφοδιαστούν με νερό από τον πλούσιο υδροφόρο ορίζοντά του και προσδοκώντας να γαληνέψει η δύσκολη θάλασσα του Ικάριου Πελάγους πρόσφεραν δώρα στον προστάτη τους Άκτιο Απόλλωνα, κάπου εκεί στην απάνεμη ακτή της δυτικής Δήλου.
Το πανιώνιο Ιερό του Απόλλωνα, γεωπολιτικό επίκεντρο του Αιγαίου.
Κατά την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, τους Σκοτεινούς Αιώνες των παλαιότερων μελετητών, που ακολούθησαν την παρακμή του Μυκηναϊκού κόσμου, οι κοινωνίες της ελληνικής χερσονήσου αναζήτησαν νέες μορφές οργάνωσης και σταδιακά οργανώθηκαν σε νέα πολιτικά σχήματα, τις πόλεις-κράτη. Την ίδια εποχή στην Ολυμπία, τους Δελφούς, την Ισθμία και τη Νεμέα ιδρύθηκαν πανελλήνια ιερά με γιορτές που συγκέντρωναν πιστούς σύμφωνα με εθιμικά και ιδεολογικά-θρησκευτικά κριτήρια και την καταγωγή. Στη Δήλο του Απόλλωνα ιδρύθηκε το Ιερό που συγκινούσε κυρίως τους Ίωνες των δύο ακτών και των νησιών του Αιγαίου. Τα θεωρικά πλοία των ιωνικών πόλεων επρόκειτο για αιώνες να καταπλέουν στο Ιερό Λιμάνι της Δήλου για να συμμετάσχουν στις γιορτές του Απόλλωνα, της Άρτεμης, της Λητούς και των υπόλοιπων θεών που λατρεύτηκαν στο νησί. Το Ιερό θα στολιζόταν με πολυάριθμα δώρα, γλυπτά, βωμούς, λατρευτικά και κοσμικά κτήρια, μικρότερα και μεγαλύτερα αναθήματα θνητών, που ήθελαν να τιμήσουν το θεό και ταυτόχρονα να προβληθούν στον εξέχοντα δημόσιο χώρο.
Οι πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις στο Αιγαίο όρισαν τη μοίρα του νησιού. Από τους τυράννους της αρχαϊκής εποχής έως την Αθήνα της κλασικής και ελληνιστικής εποχής κάθε πολιτική προσωπικότητα ή πόλη φιλόδοξη να κυριαρχήσει πολιτικά και οικονομικά στο Αιγαίο επεδίωξε να θέσει υπό τον έλεγχό της το θρησκευτικό κέντρο των Ιώνων. Οι Νάξιοι, οι Πάριοι, η Αθήνα του Πεισίστρατου, του 5ου αι. π.Χ. και των ύστερων ελληνιστικών χρόνων, Η Σάμος του Πολυκράτη, οι Ρωμαίοι, ο Μιθριδάτης του Πόντου ανέλαβαν έμμεσα ή άμεσα τον έλεγχο του πανιώνιου ιερού με τη φιλοδοξία να επιβληθούν πολιτικά και οικονομικά στο Αιγαίο.
Οι δύο καλύτερα τεκμηριωμένες εποχές επιρροής επί της Δήλου σχετίζονται με την Αθήνα. Στον απόηχο των δύο περσικών εισβολών στην ελληνική χερσόνησο στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. η Αθήνα -έχοντας πολιτική υπεροχή βασισμένη στην πολεμική ισχύ του στόλου της και ιδεολογικό πρόκριμα ως η μητρόπολη των Ιώνων- ανέλαβε ηγετικό ρόλο στην αμυντική συμμαχία που ιδρύθηκε στα 479 π.Χ. Η Δηλιακή Συμμαχία, που επέκτεινε διαρκώς το δίκτυο των συμμαχικών πόλεων εντάσσοντας σ’ αυτό νησιά των Κυκλάδων και πόλεις του Αιγαίου, είχε ως έδρα τη Δήλο. Η στόχευση ήταν προφανής. Δίνοντας πάντοτε έμφαση στο ιδεολογικό δίπολο «εμείς και οι άλλοι» οι Αθηναίοι συντηρούσαν το πολεμικό κλίμα με τους κοινούς εχθρούς Πέρσες, που θα διατηρούσε ζωντανή και συνεκτική τη Συμμαχία, τον ηγετικό τους ρόλο σ’ αυτήν και τελικά -από το 454 π.Χ.- τις προϋποθέσεις χρηματοδότησης της ανάπτυξής με τα χρήματα από τον συμμαχικό φόρο. Κάποτε ο έλεγχος του νησιού και του Ιερού ήταν ακραίος και έφτασε μέχρι την εξορία των Δηλίων κατοίκων ή και την απαγόρευση γεννήσεων και θανάτων στο νησί που αποσκοπούσε στη δημιουργία κατοίκων απάτριδων, ευκολότερα χειραγωγήσιμων.
Η μόνη περίοδος κατά την οποία η Δήλος πορεύτηκε μόνη της χωρίς καμία εξωτερική επιρροή ήταν αυτή της μακεδονικής κυριαρχίας στο Αιγαίο, που από τους μελετητές ονομάζεται Περίοδος της Ανεξαρτησίας (315 έως 168 π.Χ.). Οι Μακεδόνες βασιλείς ενθάρρυναν την ουδετερότητα στο Αιγαίο, συνθήκη που οδήγησε στην ανάδειξη της Δήλου ως πρωτεύουσας του Κοινού των Νησιωτών με αυτόνομη αστική ανάπτυξη και οικονομία.
Το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της ελληνιστικής οικουμένης και ο κοσμοπολιτισμός
Ο χαρακτήρας και η εικόνα της Δήλου άλλαξε δραματικά όταν, από τα μέσα του δεύτερου αιώνα π.Χ. και για 80 περίπου χρόνια, οι Ρωμαίοι ως φιλόδοξοι πρωταγωνιστές στη γεωπολιτική του Αιγαίου παραχώρησαν τον έλεγχο της Δήλου στους Αθηναίους. Σε μια προσπάθεια να αλλάξουν επ΄ ωφελεία τους τις ισορροπίες στο Αιγαίο ισχυροποίησαν τη Δήλο απέναντι στα ανταγωνιστικά λιμάνια του Αιγαίου -κυρίως της Ρόδου και της Κορίνθου- και προσέφεραν στο λιμάνι της την φορολογική ατέλεια. Καμιά εμπορική πράξη και καμία οικονομική δραστηριότητα δεν θα φορολογούνταν. Η Δήλος θα επωφελούνταν από την υπεραξία που θα προσέδιδε ο κύκλος εργασιών που επρόκειτο να εκκινήσει. Η ατέλεια προσέλκυσε αμέσως εμπόρους και τραπεζίτες από κάθε σημείο του γνωστού κόσμου, οδήγησε τον πληθυσμό σε μια πληθυσμιακή «έκρηξη» και δημιούργησε το maximum emporium totius orbis terrarum, δηλαδή το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της οικουμένης. Υπολογίζεται ότι ο πληθυσμός της Δήλου γρήγορα ανήλθε στις 30.000 κατοίκους περίπου, με επιβεβαιωμένη παρουσία ανθρώπων από 98 τουλάχιστον πόλεις, από την Ιταλική και Ελληνική Χερσόνησο, τα νησιά του Αιγαίου, τη βόρεια Αφρική, την Εγγύς Ανατολή, και τη Μαύρη Θάλασσα. Ο νέος εκτεταμένος πλούσιος αστικός ιστός, που στέγασε τους νεοφερμένους και θαυμάζουν σήμερα οι επισκέπτες του αρχαιολογικού χώρου, αναπτύχθηκε στο βόρειο τμήμα του νησιού πλαισιώνοντας το Ιερό του Απόλλωνα που συνέχισε να λειτουργεί. Κατά μήκος της δυτικής κυρίως ακτής της Δήλου διαμορφώθηκαν νέες εκτεταμένες λιμενικές εγκαταστάσεις, που προσορμίζονταν χιλιάδες πλοία ανά έτος. Στους νέους προβλήτες και περιμετρικά του Ιερού ιδρύθηκαν νέες αγορές και εμπορικά καταστήματα, στα οποία υπολογίζεται ότι διακινούνταν ετησίως εκατοντάδες χιλιάδες τόνοι εμπορευμάτων, ενώ απειράριθμοι σκλάβοι αποκτούσαν νέο κύριο. Ο Στράβων παραδίδει για τη Δήλο την πλέον εύγλωττη παροιμία: «έμπορε, έλα στο λιμάνι, ξεφόρτωσε, και όλα πουλήθηκαν». Μαζί με τον πλούτο που σωρεύτηκε στη Δήλο σκόπιμο είναι να τονίσει κανείς την ειρηνική συνύπαρξη τόσο πολλών πολιτών του κόσμου από τόσο διαφορετική πολιτιστική και ιδεολογική αφετηρία.
Ο κύκλος της λήθης και η επανανακάλυψη.
Το 88 π.Χ. και το 69 π.Χ., ο Βασιλιάς του Πόντου Μιθριδάτης θέλησε να καρπωθεί τον σωρευμένο πλούτο της Δήλου και σε δύο εισβολές κατέσφαξε τους κατοίκους και κατέκαψε το πλούσιο άστυ. Όμως, οι Ρωμαίοι έχουν ήδη κυριαρχήσει στο Αιγαίο και έχει ήδη ιδρυθεί το μεγάλο εμπορικό λιμάνι της Όστια, επίνειο της Ρώμης. Η ίδια η Αθήνα δεν τους είναι πλέον απαραίτητη και η φορολογική ατέλεια της Δήλου καταργείται. Μάλιστα, την Αθήνα καταστρέφουν κατά την εισβολή του στρατηγού Σύλλα ένα χρόνο αργότερα. Δίχως αυτό το ευεργέτημα οι οικονιμικοί παράγοντες της Δήλου δεν έχουν κανένα πλέον κανένα κίνητρο παραμονής στο νησί, αρχίζουν να φυλλορροούν και η κοινότητα της Δήλου εισέρχεται σε μια παρατεταμένη φθίνουσα πορεία κατατείνοντας προς το μέτρο που μπορούν να υποστηρίξουν οι ζωτικοί χώροι και οι φυσικοί πόροι του νησιού. Μέχρι την παλαιοχριστιανική εποχή πάντως φαίνεται ότι διατηρεί έναν ικανό αριθμό κατοίκων που συντηρεί 6 ή 7 χριστιανικούς ναούς. Μάλιστα χάριν του παλαιού της γοήτρου γίνεται η έδρα της Επισκοπής στην οποία ανήκουν η Κέα, η Μύκονος, η Κύθνος, η Σύρος και η Σέριφος.
Από τον 8ο αι. μ. Χ. η νήσος εγκαταλείπεται χωρίς να αναφέρεται καν στον κατάλογο των νησιών που ανήκουν στη διάδοχη Επισκοπή της Σύρου. Τη λήθη του ταραχώδους μεσαίωνα που ακολουθεί διακόπτουν κάποτε οι επισκέψεις των φιλάρχαιων περιηγητών, όσων έρχονται να λιθολογήσουν έτοιμα γωνιασμένα μάρμαρα για οικοδομικές εργασίες ή πρώτη ύλη για τα ασβεστοκάμινα.
Οι ανασκαφές που ξεκινούν στη Δήλο στα τέλη του 19ου αι. φέρνουν στο φως και συνδέουν με τον μύθο και την ιστορία τα ερείπια της «εστίας των νήσων». Παράλληλα δημιουργούν τις συνθήκες για τη διαμόρφωση του νέου προσώπου της ως οργανωμένου επισκέψιμου αρχαιολογικού χώρου με περισσότερους από 180.000 επισκέπτες ετησίως σήμερα.
Όπως εύστοχα έχει ειπωθεί, η Δήλος κράτησε από το παρελθόν της μόνον την ιστορική μνήμη και τον ερειπιώνα. Την ιερότητα και τον κοσμοπολιτισμό προσέφερε στις γειτονικές Τήνο και Μύκονο αντίστοιχα.
Θεμιστοκλής Βάκουλης,
Δρ. Αρχαιολόγος