Η Ανάφη, συνολικής έκτασης 38,35 km², βρίσκεται στο κέντρο του Αιγαίου και είναι το νοτιοανατολικότερο νησί των Κυκλάδων. Το έδαφός της αποτελείται από μεγάλους ορεινούς όγκους, που σχηματίζουν καταπράσινες κοιλάδες, ενώ οι παραλίες της είναι αμμώδεις. Στα ανατολικά της είναι σπαρμένα μικρότερα νησιά, όπως το Μεγάλο και το Μικρό Φτενά, η Παχιά ή Αναφόπουλο και η Μακρυά. (φωτ.0)
Μυθολογία
Το όνομα του νησιού Ανάφη παραμένει αναλλοίωτο από την αρχαιότητα. Σύμφωνα με τον μύθο συνδέεται με την Αργοναυτική εκστρατεία, όταν μέσα σε μία κατασκότεινη νύχτα με κακοκαιρία και μετά την παράκληση του Ιάσωνα στον θεό Απόλλωνα να σωθούν οι θαλασσοδαρμένοι Αργοναύτες, το νησί αναφάνηκε (από το ρήμα αναφαίνειν) μετά τη λάμψη που προκάλεσε ο θεός Απόλλων.
Εκεί, αφού προσάραξαν, ίδρυσαν προς τιμή του θεού σωτήρα τους, Απόλλωνα, ιερό που πήρε τον επιθετικό προσδιορισμό Αιγλήτης για τη σωτήρια αίγλη (λάμψη). Ο Θεός Απόλλων λατρεύτηκε ως Αναφαίος ή Αιγλήτης. Επίσης, σύμφωνα με τη μυθολογία, την Ανάφη κατοίκησαν πρώτοι οι Φοίνικες με αρχηγό τον Μεμβλίαρο. Γι’ αυτό πήρε και τα προσωνύμια Μεμβλίαρος ή Βλίαρος.
Ιστορία
Η αρχαία Ανάφη ήταν κυρίως υπό Λακωνική ηγεμονία, αλλά αποτέλεσε κάποια στιγμή και μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας, στην οποία κατέβαλε φόρο 1.000 δρχ. Η αρχαία πόλη ιδρύθηκε στον λόφο του «Καστελλίου», πιθανότατα αποικίσθηκε από Δωριείς κατά τον 8 αι. π.Χ. και συνδέεται με το Δωρικό γένος των Αιγιδών ή Τελεσικρατιδών. (φωτ.1)
Από το 300 π.Χ κόβει νόμισμα, το οποίο στον εμπροσθότυπο απεικονίζει κεφαλή του θεού Απόλλωνα Αιγλήτη και στον οπισθότυπο ένα αγγείο (κρατήρα) με μία μέλισσα που παραπέμπει στην παραγωγή του αναφιώτικου μελιού. Η πόλη, η οποία άκμασε τη ρωμαϊκή περίοδο, βρισκόταν στην κορυφή του λόφου, ήταν τειχισμένη, ενώ στη ΝΑ πλαγιά του λόφου υπήρχαν νεκροταφεία με υπέργειους, αλλά και πολλούς υπόσκαφους τάφους, όπου κλίμακες οδηγούσαν σε θαλάμους. Η παράδοση, που ακολουθείται στην ταφική πρακτική του συρμού κατά τους αρχαίους χρόνους, ήταν η διακόσμηση των ταφικών συγκροτημάτων ή τάφων με μαρμάρινα αγάλματα και προτομές, καθώς και οι επιτύμβιες επιγραφές που είτε σημείωναν το όνομα του νεκρού, είτε αναγράφονταν επιγράμματα προς τιμήν του.(φωτ.2-3)
Μία μαρμάρινη σαρκοφάγος, που βρίσκεται κοντά στο ναΐσκο της Παναγίας στο Δοκάρι, έχει εξαίρετη διακόσμηση στις πλευρές της από ανάγλυφες απεικονίσεις Ερωτιδέων, Γρυπών, Σειρήνων, τον Βελλερεφόντη και τον Πήγασο.(φωτ.4-6)
Στη νότια πλευρά του νησιού, στην περιοχή του όρμου Καταλιμάτσα, βρίσκεται το επίνειο της αρχαίας και της ρωμαϊκής πόλης. (φωτ. 14-16)
Νοτιοανατολικά της πόλης ξεκινούσε η ιερά οδός και κατέληγε στη θέση όπου βρίσκεται σήμερα η Μονή της Παναγίας της Καλαμιώτισσας και ο ναός του Απόλλωνα Αιγλήτη. (φωτ. 7-9). Κατά μήκος της ιεράς οδού υπήρχαν βωμοί και μνημεία.
Το ιερό του Απόλλωνα Αιγλήτη ήταν ένα εντυπωσιακό ιερό με έναν μεγάλο και υψηλό περίβολο. Στο κέντρο του βρίσκονταν ο αρχαίος ναός πάνω στα θεμέλια του οποίου κτίστηκε ο χριστιανικός ναός. Γύρω από το ιερό υπάρχουν ερείπια και αρχιτεκτονικά μέλη, ένδειξη ύπαρξης και άλλων χώρων.
Η άμυνα της αρχαίας πόλης ήταν σημαντική, περιελάμβανε και τις περί της Ανάφης νησίδες. Αυτό μαρτυρείται από τον ισχυρό οχυρωματικό περίβολο της αρχαίας πόλης και το δίκτυο αρχαίων πύργων εκ των οποίων γνωρίζουμε τουλάχιστιον δύο: έναν στη θέση Πυργί και έναν στη νησίδα Παχειά. Τεκμήρια αρχαίας κατοίκησης και ανθρώπινης δραστηριότητας είναι ορατά και στη νησίδα Μεγάλα Φτενά.
Λιγοστά είναι τα στοιχεία των πρώτων χριστιανικών χρόνων στο νησί. Ο οικισμός στην περιοχή Καταλιμάτσα συνεχίζει να κατοικείται μέχρι και τον 6ο αιώνα, όπως μαρτυρούν τα διάσπαρτα γλυπτά και αρχιτεκτονικά μέλη, που είναι δυνατό να χρονολογηθούν στον 6ο αιώνα, αλλά και αρχιτεκτονικά λείψανα κτηρίων, πιθανότατα και μίας βασιλικής (φωτ. 16).
Αν και οι μέχρι τώρα γνώσεις μας για την περίοδο από τον 6ο αι. μέχρι και το 1207, οπότε και η Ανάφη παραχωρείται στους Βενετούς, είναι μηδαμινές, μολυβδόβουλο του 8ου αιώνα, που αναφέρει την είσπραξη φόρων από Μήλο, Ίο, Ανάφη, Άνδρο και Αμοργό από ένα βασιλικό κομμερκιάριο, δίνει έμμεσες πληροφορίες για τις κρατικές υπηρεσίες και την εμπορική δραστηριότητα του νησιού.
Η αρχική οχύρωση και κατοίκηση του λόφου, πάνω στον οποίο απλώνεται σήμερα ο οικισμός της Χώρας, χρονολογείται στην πρώτη περίοδο της ενετικής επικυριαρχίας την εποχή των Foscolo (13ος αι.). Στις αρχές του 15ου αιώνα για την προστασία του νησιού από τις επιθέσεις των Τούρκων κατασκευάζεται η νέα περιτείχιση και η επισκευή του Κάστρου της Ανάφης (φωτ. 17). Την ίδια περίοδο ή ίσως και λίγο πρωιμότερα χρονολογούνται τα λείψανα ενός άλλου κάστρου στον πανύψηλο βράχο του όρους Κάλαμος, περιμετρικά της Μονής της Άνω Καλαμιώτισσας (φωτ. 18).
Στις αρχές του 14ου αιώνα ανεγείρεται και ο βυζαντινός ναός του Αγίου Αντωνίου, ο οποίος κοσμείται με τοιχογραφικό διάκοσμο, που αποτελεί το μοναδικό σωζόμενο δείγμα μνημειακής ζωγραφικής στο νησί (φωτ. 19).
Το 1537 η Ανάφη καταλαμβάνεται από τους Τούρκους. Περιηγητές, που επισκέπτονται το νησί κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, αναφέρουν τον οικισμό της Χώρας και τα δύο μοναστήρια με την ίδια αφιέρωση και επωνυμία, της Κάτω Παναγίας Καλαμιώτισσας στα ερείπια του ναού Αιγλήτου Απόλλωνα (φωτ. 20) και της Άνω Παναγίας Καλαμιώτισσας στην κορυφή του όρους Κάλαμος (φωτ. 21-22).
Στους μεταβυζαντινούς χρόνους τοποθετούνται οι ναοί στην ύπαιθρο της Ανάφης (ο ναός του Αγίου Μάμα (φωτ. 23) και η Παναγία στο Δοκάρι στην πλαγιά του λόφου Καστέλλι (φωτ. 24) και στη Χώρα που κοσμούνται εσωτερικά με ξυλόγλυπτα και ζωγραφιστά τέμπλα, εικόνες κ.ά. (φωτ. 25).
Τις γνώσεις μας για την Ανάφη συμπληρώνει η επιφανειακή περισυλλογή, που πραγματοποιήθηκε από την πρώην ΚΑ΄ ΕΠΚΑ και τη Δρ. Χρ. Τελεβάντου, τα ευρήματα της οποίας εκτίθενται σε μία μικρή αίθουσα της Αρχαιολογικής Συλλογής Ανάφης.