Αρχαιολογικός Χώρος Αρχαίας Θήρας

get the flyer here     κατέβασε εδώ το ενημερωτικό έντυπο
δες εδώ τα ωράρια λειτουργίας    check the visiting hours here

H αρχαία πόλη της Θήρας, στην κορυφή του λόφου Μέσα Βουνό, του νοτιοανατολικού ακρωτηρίου της Σαντορίνης που ανήκει στον προηφαιστειακό πυρήνα γης του νησιού, ιδρύεται, σύμφωνα με τις αρχαιολογικές μαρτυρίες, τον 8ο αι. π.Χ. και κατοικείται συνεχώς τουλάχιστον μέχρι και τον 9ο αι. μ.Χ. Αστικό, διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο της πόλης-κράτους της Θήρας αντανακλά τον πολιτισμό που αναπτύχθηκε στο νησί κατά την αρχαιότητα και παρέχει, χάρη στη μακραίωνη και αδιάλειπτη κατοίκησή της, πλούσιες μαρτυρίες για την ιστορική διαδρομή της Θήρας σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας, συμπληρώνοντας τις περιορισμένες πληροφορίες των γραπτών πηγών.

Αν και μια βραχύβια εγκατάσταση του 12ου αι. π.Χ. περίπου στον Μονόλιθο δείχνει πως στα τέλη της προϊστορικής εποχής οι εδαφολογικές συνθήκες επέτρεπαν πλέον την εκ νέου κατοίκηση του νησιού, μετά την καταστροφική ηφαιστειακή έκρηξη που διέκοψε βίαια τη λαμπρή πορεία του στον Κυκλαδικό πολιτισμό, τη μόνιμη εκ νέου κατοίκησή του σηματοδοτεί η εγκατάσταση Δωριέων αποίκων. Κατά τον αρχαίο ιστορικό Ηρόδοτο, ο Θήρας Αυτεσίωνος, το γένος Καδμείος, που βασίλευε στη Σπάρτη μετά τον θάνατο του βασιλιά Αριστοδήμου, ως επίτροπος των ανήλικων παιδιών του, όταν τα παιδιά ενηλικιώνονται και αναλαμβάνουν την αρχή, αναχωρεί, μαζί με πολλούς Λακεδαιμονίους και μερικούς Μινύες, για τη Θήρα, όπου ιδρύει αποικία και δίνει, ως οικιστής, το όνομά του στο νησί, που μέχρι τότε λεγόταν Καλλίστη.

‘Εκτοτε στο νησί αναπτύσσονται αρκετοί οικισμοί καθώς και μικρότερες εγκαταστάσεις σε διάφορες θέσεις. Η ομώνυμη του οικιστή Θήρα πόλη ιδρύεται εύλογα στο απόκρημνο Μέσα Βουνό, που δεσπόζει στη νοτιοανατολική ακτή του νησιού, ανάμεσα σε πεδιάδες ηφαιστειακής τέφρας. Θέση στρατηγική, καθώς επιτρέπει τον έλεγχο του νοτιοανατολικού Αιγαίου, και από τη φύση της οχυρή, κοντά σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις και ευλίμενες ακτές, γειτνιάζει επιπλέον με τις κυριότερες πηγές του νησιού και παρέχει άφθονο το αναγκαίο οικοδομικό υλικό. Πρόσβαση στην πόλη προσφέρει η Σελλάδα, το διάσελο ανάμεσα στο Μέσα Βουνό και τον υψηλότερο λόφο του Προφήτη Ηλία στα ΒΔ. Λιθόστρωτοι δρόμοι στις πλαγιές της συνδέουν την πόλη με τις πηγές, τους εύφορους κάμπους και τις ακτές, όπου ιδρύονται τα επίνειά της, η Οία στα βόρεια (Καμάρι) και η Ελευσίς στα νότια (Περίσσα).

Η πόλη, η οποία απλώνεται στην επιμήκη ράχη του λόφου με κύριο άξονα μία οδό που την διατρέχει κατά το μήκος της, μέσα στα περιορισμένα από τη μορφολογία του εδάφους όριά της, διατηρεί την αρχική δομή της και παραμένει μικρών σχετικά διαστάσεων σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας. Οι στενές, απόκρημνες και εκτεθειμένες στους ανέμους παρυφές της ράχης φιλοξενούν τόπους λατρείας, ενώ στο ομαλότερο, ευρύτερο και σχετικά απάνεμο μεσαίο τμήμα της αναπτύσσεται ο οικιστικός πυρήνας. Υπαίθρια ιερά, ναοί, δημόσια κτήρια, θέατρο, αγορά, καταστήματα, συνοικίες με κατοικίες και ένα άρτιο οδικό δίκτυο με αποχετευτικό σύστημα, συνθέτουν την εικόνα της πόλης στη μορφή με την οποία διασώζεται, αυτή που είχε πια λάβει στους ελληνιστικούς-ρωμαϊκούς χρόνους.

Μαρτυρίες για τους πρώτους αιώνες κατοίκησής της αλλά και την ακμή της Θήρας στους αρχαϊκούς χρόνους,  κατά τη διάρκεια των οποίων ιδρύει στα παράλια της Β. Αφρικής και τη μοναδική της αποικία, την Κυρήνη (631π.Χ.), προσφέρουν κυρίως οι τόποι λατρείας, όπως η «αγορά των θεών» και το ιερό του Απόλλωνα Καρνείου, κυρίαρχης θεότητας των Θηραίων, στο νοτιοανατολικό άκρο της ράχης ή τα ιερά της Αφροδίτης και της Ήρας στην είσοδο της πόλης, καθώς και η Αγορά, στο κέντρο, που τότε εκτεινόταν στο νοτιότερο από τα τρία συνεχή πλατώματα που αποτελούν την τελική μορφή της. Εξέχουσα θέση ανάμεσα στις σχετικές μαρτυρίες κατέχουν οι ταφές των γεωμετρικών, αρχαϊκών και κλασικών χρόνων που έχουν αποκαλυφθεί στο εκτεταμένο νεκροταφείο έξω από την πόλη, στις πλαγιές των ορεινών σχηματισμών, καθώς και ένα πλήθος επιγραφών στα γυμνά βράχια, κυρίως στο νοτιοανατολικό άκρο της ράχης, τόπο λατρείας αλλά και εκπαίδευσης των εφήβων ήδη από την εποχή ίδρυσης της πόλης, που παραδίδουν το αρχαϊκό θηραϊκό αλφάβητο.

Οι μεγάλες οικοδομικές νησίδες και τα άνδηρα που καθορίζουν την εικόνα της, μαρτυρούν την έντονη οικοδομική δραστηριότητα που αναπτύσσεται την ελληνιστική περίοδο στην πόλη, όταν η Θήρα περιέρχεται αρχικά στη σφαίρα επιρροής των Πτολεμαίων, μοναρχών του ελληνιστικού βασιλείου της Αιγύπτου, και αργότερα μεταβάλλεται σε κτήση τους (288π.Χ.-145π.Χ.). Η κατοικημένη περιοχή, περιορισμένη έως τότε στην απάνεμη έκταση γύρω από την Αγορά, εξαπλώνεται, η Αγορά επεκτείνεται, κατασκευάζονται ευρύχωρα σπίτια, συχνά με μεγαλοπρεπείς προσόψεις και αίθρια με περιστύλιο, και ιδρύονται πολυάριθμα δημόσια κτήρια. Ανάμεσά τους η Βασιλική Στοά, το διοικητικό κέντρο της πόλης, το θέατρο, το Γυμνάσιο των Εφήβων ή τα κτήρια που συσχετίζονται με την εγκατάσταση πτολεμαϊκής φρουράς και διοίκησης. Παράλληλα πληθαίνουν οι τόποι λατρείας, με την ίδρυση ιερών προς τιμήν ξένων θεοτήτων και των Πτολεμαίων βασιλέων, όπως το ιερό των Αιγυπτίων Θεών, η λατρεία των οποίων εισάγεται στη Θήρα την περίοδο αυτή, και ιδρύονται κτήρια για τη στέγαση θρησκευτικών συλλόγων, ενώ πληθαίνουν και τα γλυπτά που κοσμούν την αγορά, τα δημόσια κτήρια και τα ιερά.

Στους ρωμαϊκούς χρόνους, κατά τους οποίους η Θήρα υπάγεται αρχικά στη ρωμαϊκή Επαρχία της Ασίας και αργότερα, με τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού, στη νεοσυσταθείσα «επαρχία των νήσεων», όπως το μεγαλύτερο μέρος των Kυκλάδων, η οικοδομική δραστηριότητα στην πόλη, αν και πιο περιορισμένη, συνεχίζεται, ιδίως τον 1ο και 2ο αι. μ.Χ., ενώ ακόμα πιο έντονος γίνεται ο εξωραϊσμός της με γλυπτά. Η Αγορά επεκτείνεται και πάλι, κατασκευάζονται δημόσια λουτρά και γίνονται εκτεταμένες επισκευές-μετατροπές σε ιερά και δημόσια ή ιδιωτικά κτήρια.

Αν και ήδη από τον 3ο αιώνα φαίνεται να περιέρχεται σε σταδιακή παρακμή, η πόλη συνεχίζει να κατοικείται και μετά το τέλος της αρχαιότητας, όπως δηλώνει μεταξύ άλλων και η ίδρυση, πιθανώς τον 6ο αιώνα, δύο παλαιοχριστιανικών βασιλικών. Τον 8ο αιώνα, εποχή των αραβικών επιδρομών, τα αναγκαία στα προσβάσιμα σημεία τείχη της ενισχύονται και προσφέρει καταφύγιο στους κατοίκους των επινείων της. Πλήθος πρόχειρων καταλυμάτων από αρχαίο οικοδομικό υλικό ανάμεσα στα μισοερειπωμένα κτήριά της μαρτυρούν την τελευταία περίοδο κατοίκησής της, μετά και τη μεγαλύτερη έκρηξη των ιστορικών χρόνων του ηφαιστείου της Θήρας, αυτή του 726μ.Χ.

Η πόλη, μετά την οριστική εγκατάλειψή της, μετατρέπεται σε ερειπιώνα και με τις αρχαιότητές της να παραμένουν σε μεγάλη έκταση ορατές, υφίσταται εκτεταμένη σύληση και λιθαγωγία. Η συστηματική έρευνα και αποκάλυψή της οφείλεται στις ανασκαφές ευρείας κλίμακας που διενήργησαν ο γερμανός φιλόλογος-επιγραφολόγος Hiller von Gaertringen και οι συνεργάτες του (1896-1902). Συστηματική ανασκαφική έρευνα με δαπάνη της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας διενήργησε στο νεκροταφείο της και ο Έφορος Αρχαιοτήτων Ν. Ζαφειρόπουλος (1961-1982), ενώ από τη δεκαετία του 1990 μικρότερης κλίμακας ανασκαφές στην πόλη και το νεκροταφείο της διενεργεί η Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, η οποία υλοποίησε και το έργο «Διαμόρφωση-Ανάδειξη Αρχαιολογικού Χώρου Αρχαίας Θήρας» που συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση (2003-2008).

Ανασκαμμένη σε ιδιαίτερα μεγάλη έκταση, η αρχαία πόλη της Θήρας, σήμερα οργανωμένος αρχαιολογικός χώρος, αντικατοπτρίζει την οργάνωση και εξέλιξη του άστεος μιας νησιωτικής πόλης-κράτους. Η επίσκεψή της (μέση διάρκεια 1,5 ώρα) ακολουθώντας το αρχαίο οδικό δίκτυο, επιτρέπει στον επισκέπτη να κατανοήσει την τοπογραφία της, να γνωρίσει τα κυριότερα μνημεία της και να αντιληφθεί την οικιστική της οργάνωση.