Μουσεία

Η Βυζαντινή Θήρα

Στεγάζεται στον ανακατασκευασμένο ναό της Αγ. Τριάδας, που βρίσκεται εντός του Καστελιού του Πύργου (Καινουριόμπουργκο), ένα από τα πέντε Καστέλια του νησιού,  το οποίο  χτίστηκε στην περίοδο της Βενετοκρατίας, πιθανότατα μεταγενέστερα από τα άλλα τέσσερα του νησιού (Σκάρο, Αγ. Νικολάου, Εμπορειού και Ακρωτηρίου), με πρώτη αναφορά του το 1584. Είναι τυπικό κάστρο – οχυρωμένος οικισμός,  με περιμετρική διάταξη των σπιτιών σε συνεχή δόμηση ώστε οι εξωτερικοί τους τοίχοι να σχηματίζουν τον οχυρωματικό περίβολο. Με τους σεισμούς του 1956 υπέστη σοβαρές φθορές. Ανάμεσα στα πληγέντα μνημεία και ο ναός της Αγ. Τριάδας (1742) που διέσωζε το βόρειο τοίχο του καθώς και τμήμα του Ιερού. Με πρωτοβουλία του Συλλόγου Πυργίων Θήρας ο ναός ανακατασκευάσθηκε το 1975, προκειμένου να στεγάσει τη συλλογή εκκλησιαστικών κειμηλίων του Πύργου που είχε αρχίσει να συγκροτείται από την τότε πρόεδρο του Συλλόγου Λίζα Πατινιώτη. Το 1997 η 2η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων με τη συνεργασία της Ιεράς Μητρόπολης Θήρας και της Κοινότητας Πύργου πραγματοποίησε την επανέκθεση της Συλλογής που είχε παραμείνει κλειστή για πολλά έτη, με την οικονομική βοήθεια της Κοινότητας του Πύργου.
Η συλλογή περιλαμβάνει εικόνες κρητικών και ντόπιων αγιογράφων, έργα ξυλογλυπτικής και μεταλλοτεχνίας, κεραμικά εκκλησιαστικά κεντήματα και άλλα αντικείμενα εκκλησιαστικής χρήσης που χρονολογούνται κυρίως το 17ο και 18ο αιώνα, εποχή ακμής και οικονομικής ευμάρειας του Πύργου. Η πρωιμότερη εικόνα είναι  ο «Άγιος Γεώργιος» με σκηνές του βίου του που προέρχεται από τον ομώνυμο ναό του Καστελιού και μπορεί να χρονολογηθεί στο 16ο αιώνα. Από το ναϊδριο του Αγ. Ιωάννη Θελόγου τρεις εικόνες κοσμούν τη συλλογή, «Αγ. Ιωάννης Θεολόγος», «Άνωθεν οι προφήται» και η «Θεία Λειτουργία». Δυο εικόνες της Συλλογής αποτελούν έργα του Κρητικού αγιογράφου του Βίκτωρος: ο «Χριστός Μέγας Αρχιερεύς» από τον ναό των Εισοδίων του Καστελιού και η «Κοίμηση της Θεοτόκου» από το ναό της Φανερωμένης και τα δυο έργα του β΄ μισού του 17ου αιώνα, η τελευταία μάλιστα σώζει και την υπογραφή του ζωγράφου. Δύο ακόμη εικόνες προέρχονται από το ναό της Φανερωμένης ο «Χριστός Μέγας Αρχιερεύς» και η «Παναγία Φανερωμένη» με υπογραφή του αγιογράφου Ιακώβου Ιερομονάχου (1676). Από το ναό του Αγ. Ιακώβου προέρχεται εικόνα με θέμα τον ομώνυμο άγιο ενώ από το ναό της Αγ. Τριάδας που στεγάζει τη Συλλογή προέρχεται η Αγ. Αικατερίνη και τμήματα του επιχρυσωμένου τέμπλου με τη χρονολογία 1747 και την υπογραφή του αγιογράφου Παισίου Ιερομονάχου, έργα του οποίου σώζονται στη Μονή Προφήτη Ηλία. Ο Σταυρός με τα λυπηρά, τα τρία αρτοφόρια και ο Επιτάφιος συμπληρώνουν τη Συλλογή των ξυλόγλυπτων του 18ου και 19ου αιώνα. Τέλος στη συλλογή εκτίθενται άμφια, λειτουργικά βιβλία και σκεύη. Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζει η «ποδέα», κέντημα που τοποθετείται κάτω από την εικόνα της Παναγίας του ναού των Εισοδίων, με παράσταση της Παναγίας με το Χριστό σε μετάλλιο πλαισιωμένης από προφήτες.

 Ναός Επισκοπής Θήρας
Το κτηριακό συγκρότημα της Παναγίας Επισκοπής βρίσκεται στα νότια του χωριού Μέσα Γωνιά, στην ανατολική πλαγιά απότομου λόφου που υψώνεται κοντά στο βραχώδη ορεινό όγκο του Προφήτη Ηλία.  Έχει διαστάσεις 35Χ60μ. και περιλαμβάνει το καθολικό, τη δεξαμενή καθώς και κτίρια διαταγμένα σε σχήμα Π, τα οποία στη σημερινή τους μορφή φαίνεται ότι είναι κτίσματα του 19ου – 20ου αι., με εξαίρεση τη δεξαμενή που χρονολογείται πιθανόν στη βυζαντινή εποχή. Στο μέσο του συγκροτήματος υψώνεται ο μεσοβυζαντινός ναός της Επισκοπής που είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου, και διετέλεσε έδρα της ορθόδοξης και αργότερα της λατινικής επισκοπής. Πρόκειται για ένα από τα πιο αξιόλογα μνημεία των Κυκλάδων, με το οποίο σχετίζεται το όνομα του αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού, στενά συνδεδεμένο με τα σημαντικότερα βυζαντινά μνημεία του Αιγαίου. Ο ναός κτίστηκε κατά τον 11ο αιώνα με αυτοκρατορική χορηγία, όπως θέλει η παράδοση, και όπως αναγραφόταν σε επιγραφή, χαμένη σήμερα, η οποία βρισκόταν σε υπέρθυρο, στη νότια θύρα του νάρθηκα. Σύμφωνα με τον Giustiniani (1701), στην επιγραφή αναφερόταν: Αλέξιος εν χω (Χριστώ) τω ΘΩ (Θεώ) αυτοκράτωρ. Στη θέση του ναού υπήρχε παλαιότερα τρίκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική, τμήματα και γλυπτά της οποίας ενσωματώθηκαν στο μεσοβυζαντινό κτίσμα. Ο ναός είναι σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο και ανήκει στη λεγόμενη παραλλαγή των οκτάστυλων ναών με νάρθηκα και ιδιότυπα πλάγια διαμερίσματα. Η διαμόρφωση μικρών παρεκκλησίων στη βόρεια και νότια πλευρά του, ο ισοπλατής με παρεκκλήσια νάρθηκας, αλλά και τα προσβάσιμα από τη στέγη τρουλαία παρεκκλήσια δημιουργούν ένα ενδιαφέρον οικοδομικό σύμπλεγμα. Στο εσωτερικό του η ποικιλία των μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών, που καλύπτουν χρονολογικά μεγάλο διάστημα, φαίνεται να υποσκελίζονται μπροστά στο μεσοβυζαντινό μαρμάρινο τέμπλο, το οποίο σώζεται ολόκληρο, επεξεργασμένο με επιπεδόγλυφη τεχνική και κηρομαστίχη σε κόκκινο και μαύρο χρώμα. Στα παρεκκλήσια και στα εσωρράχια των τόξων του κυρίως ναού και του ιερού σώζονται ακόμη τοιχογραφίες, που θεωρούνται σύγχρονες με τη μεσοβυζαντινή φάση του μνημείου, συμπληρώνοντας το διάκοσμό του. Η χρονολόγηση των τοιχογραφιών στο τέλος του 11ου ή του 12ου αιώνα, αποτελεί ακόμη θέμα συζητήσεων ανάμεσα στους ειδικούς βυζαντινολόγους. Από τα σημαντικότερα κινητά έργα που συμπλήρωναν το λειτουργικό εξοπλισμό του ναού είναι η εικόνα της Παναγίας με το Χριστό, στον τύπο της Γλυκοφιλούσας, πλαισιωμένη με μορφές ιεραρχών, η οποία λατρεύεται μέχρι σήμερα και με ιδιαίτερο σεβασμό από τους πιστούς. Ο ναός, κηρυγμένος ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο (Υ.Α. 9763/3.11.62  Φ.Ε.Κ. 415/19.11.62) έχει υποστεί αρκετές μετατροπές και προσθήκες ενώ από την παράδοση αναφέρεται και ως μονή. Κατά τη δεκαετία του 1960 πραγματοποιήθηκαν εργασίες συντήρησης των τοιχογραφιών από την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Το 1986 έγιναν εργασίες στο ναό από τη 2η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, κατά τις οποίες επισκευάσθηκαν οι προσόψεις και αποκαταστάθηκε η κεράμωση της στέγης. Το 2003  πραγματοποιήθηκαν επείγουσες εργασίες διαμόρφωσης βοηθητικών χώρων στα βορειοδυτικά κτήρια του συγκροτήματος σε σχέση με εργασίες άμεσης στερέωσης του ορεινού όγκου (στα δυτικά) με αναλημματικό τοίχο. Το 2005  αποκαταστάθηκε η θύρα επικοινωνίας του νοτιοδυτικού διαμερίσματος με το νάρθηκα του ναού από εξειδικευμένο συνεργείο συντηρητών της 2ης  Ε.Β.Α., ώστε να εξασφαλίζονται καλύτερες συνθήκες διατήρησης του τοιχογραφικού διακόσμου. Το 2006 πραγματοποιήθηκαν εργασίες αποκατάστασης και συντήρησης στο εσωτερικό των δυο παρεκκλησίων, Προφήτου Δανιήλ και Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου στη στέγη του νάρθηκα, ως επείγουσες για την προστασία των χώρων του κυρίως ναού κάτωθεν. Τέλος το 2009 πραγματοποιήθηκαν εργασίες μικρής κλίμακας επισκευής και συντήρησης των εξωτερικών επιχρισμάτων και των κουφωμάτων του.

Το Κάστρο του Αγ. Νικολάου ή Επάνω Μεριά
Το Κάστρο του Αγ. Νικολάου, ένα από τα πέντε οχυρά καστέλια που προστάτευαν το νησί ήδη από την πρώτη περίοδο της Φραγκοκρατίας (13ος/14ος αιώνας), οικοδομήθηκε στο βορειοδυτικό άκρο του νησιού που ονομαζόταν Επάνω Μεριά ή Επανωμερέα και πήρε το όνομά του από ομώνυμο ημιυπόσκαφο ναό στην περιοχή αυτή. Μαρτυρείται από το 1480 –ένας αρχικός πυρήνας του- καθώς αναφέρεται ότι στην τελετή παράδοσης του νησιού από το Δούκα του Αιγαίου, Ιάκωβο ΙΙΙ Κρίσπο στο γαμπρό του Δομίνικο Πιζάνη, παραβρέθηκαν και δήλωσαν την υποτέλειά τους και “οι Ντ’ Αρζέντα, του κάστρου του Αγ. Νικολάου”. Οι Ντ’ Αρζέντα ήταν εκλατινισμένοι Έλληνες, κλάδος της οικογένειας Αργυρού, που καταγόταν από τον αυτοκράτορα Ρωμανό τον Αργυρό. Ήταν εγκατεστημένοι στο νησί από τον 14ο αιώνα τουλάχιστον, και το 1372 πήραν ως τιμάριο την περιοχή του Αγ. Νικολάου από το Δούκα του αρχιπελάγους Νικόλαο ΙΙΙ Ντελακαρσέρι. Ήταν κύριοι του Κάστρου έως το 1577 όταν αιχμαλωτίστηκαν από Τούρκους πειρατές μαζί με τους κατοίκους του Καστελιού. Το Κάστρο του Αγ. Νικολάου ήταν ένα από τα καλύτερα οχυρωμένα κάστρα του νησιού διότι προστάτευε τρία υπήνεμα λιμάνια, που χρησιμοποιούνταν ως εμπορικοί σταθμοί. Στους περιηγητικούς χάρτες εμφανίζεται ήδη από το 15ο αι. (ξυλογραφία Bartolomeo dalli Sonetti-Isolario Βενετία 1485), με την ονομασία Αγ. Νικόλαος ή Αγ. Σώζων, λόγω του ομώνυμου ναού που βρισκόταν στην περιοχή. Στο λεύκωμα του Choisel–Gouffier του 1782 διακρίνεται ο αρχικός οχυρωματικός πυρήνας του οικισμού, αποτελούμενος από ψηλά τριώροφα και τετραώροφα κτήρια, με λίγα ανοίγματα στα ψηλότερα μέρη τους. Στην είσοδο του Καστελιού υπήρχε ο σημερινός ερειπωμένος Γουλάς.  Ο Γουλάς, αμυντικός πύργος εντός του Καστελιού, ήταν ορθογωνικής κάτοψης πολυόρωφος πύργος που σύμφωνα με την τυπολογία παρόμοιων οχυρωματικών κατασκευών πρέπει να διέθετε σιδερένια θύρα, επάλξεις, πολεμίστρες και καταχύστρα και αποτελούσε το ύστατο καταφύγιο των αρχόντων του αλλά και κατοίκων του Κάστρου σε περίπτωση πολιορκίας. Ο οικισμός του Αγ. Νικόλαου ο οποίος επεκτάθηκε στη συνέχεια στους βασικούς δρόμους που τον συνέδεαν με τους μύλους, ήταν έδρα ορθόδοξου Έλληνα επισκόπου με ποίμνιο περί τις 500 ψυχές, όπως αναφέρει ο Γάλλος περιηγητής Thevenot (1655) και ήταν ο πολυπληθέστερος οικισμός του νησιού σε σχέση με το Καστέλι του Πύργου που είχε 200 κατοίκους, του Εμπορείου λιγότερους από 200, του Ακρωτηρίου 150 και τέλος του Σκάρου που δεν ξεπερνούσε τα 150 σπίτια. Ο Ρώσσος μοναχός Βασίλειος Barkij που επισκέπτεται το νησί το 1745 απεικονίζει τον Αγ. Νικόλαο ως ένα εκτεταμένο και πυκνοδομημένο οικισμό, τον πολυπληθέστερο στο νησί, με οχυρό στο ΒΔ άκρο του, όπου δεσπόζει ο Γουλάς. Από τους συνεχείς σεισμούς που έπλητταν την περιοχή ανά τους αιώνες, αλλά και τις αλλαγές στις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, που αποτυπώνονται στις οικίες του Κάστρου, η εικόνα άλλαξε και στη θέση των οχυρών κατασκευών που βλέπουμε στα σχέδια και τους χάρτες των περιηγητών, στο Καστέλλι του Αγ. Νικολάου δέσποζε μέχρι το 1956 ο Γουλάς και ο ναός της Παναγίας Πλατσανής. Ο καταστρεπτικός σεισμός του 1956 μετέτρεψε το άλλοτε ισχυρό Κάστρο σε ερειπιώνα, που είναι κηρυγμένος ως ιστορικός τόπος (ΦΕΚ 1456/τ.Β’/13-12-73). Από το αρχικό Κάστρο του Αγ. Νικολάου δε σώζεται παρά μόνο η βάση του Γουλά.

Το Κάστρο του Σκάρου
Το Κάστρο του Σκάρου, που βρίσκεται σε φυσικά οχυρωμένη τοποθεσία στη μέση της Καλντέρας της Θήρας ήταν η πρώτη βενετική πρωτεύουσα του νησιού. Χτίστηκε τον 13ο αιώνα από την οικογένεια Barrocci, η οποία κυριάρχησε στο νησί από το 1207 έως το 1265, και ήταν η έδρα του βενετού διοικητή στο νησί, καθώς και του καθολικού επισκόπου. H θέση του σημειώνεται στους χάρτες των περιηγητών ήδη από το 1430 (C. Buondelmondi). Το όνομά του «Scharo» εμφανίζεται για πρώτη φορά στο χάρτη του περιηγητή Bartolomeo da li Sonetti το 1485. Ο οικισμός του, διαμορφώνεται σε δύο επίπεδα, το Άνω Κάστρο ή τη «Ρόκα», τον αρχικό πυρήνα κατοικιών που δέχτηκε πλήγμα με την έκρηξη του ηφαιστείου το 1650 και το Κάτω Κάστρο, στους πρόποδες του βράχου. Μέσα στο φρούριο, οι ιστορικές πηγές μας ενημερώνουν για την ίδρυση τόσο καθολικών όσο και ορθόδοξων μοναστηριών και εκκλησιών, μεταξύ των οποίων μπροστά από την χαμένη σήμερα πύλη του κάστρου τα ερείπια των ναών της Αγ. Θεοδοσίας και της Ευαγγελίστρια Ξαπορτιανής. Η εικόνα που έχουμε σήμερα για τη μορφή του Καστελιού του Σκάρου προέρχεται από ένα το σχέδιο της Συλλογής του Thomas Hope (1769-1831). Περιτοίχιση με πύργους, μια μόνο είσοδο στα ανατολικά με ξύλινη κρεμαστή γέφυρα. Τα κτίσματα εντός του καστελλιού δε φαίνεται να σχηματίζουν ενιαίο μέτωπο, αλλά έχουν ποικίλες μορφές. Σίγουρα υπήρχαν δημόσια κτήρια, εκκλησίες και υπολογίζονται περί τις 150 οικίες.   Η Ρόκα πρέπει να είχε εγκαταλειφθεί σίγουρα τον 17ο αιώνα Κατά τον 18ο – αρχές του 19ου αι. ο πληθυσμός εγκατέλειψε το φρούριο και άρχισε να μετακινείται στα Φηρά.
Η Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων στο πλαίσιο του συγχρηματοδοτούμενου έργου «Management of the cultural and natural heritage of the Santorini’s caldera» του έργου «Monuments in Nature: A Creative Co-existence» με ακρωνύμιο Mo.Na. ενταγμένου στο Πρόγραμμα Συνεργασίας Interreg Balkan-Mediterranean 2014-2020 θα πραγματοποιήσει αρχαιολογικές εργασίες και έρευνα πεδίου (δοκιμαστικές τομές), άλλες επικουρικές εργασίες (καθαρισμοί κλπ), μικρής κλίμακας απαραίτητες στερεωτικές επεμβάσεις, τρισδιάστατες αποτυπώσεις καθώς και αεροφωτογραφήσεις του μνημειακού συνόλου του Κάστρου Σκάρου.