Αρχαιολογικοί χώροι

Σκάρος. Η μεσαιωνική καστροπολιτεία της Σαντορίνης

Το έργο
Στο πλαίσιο του προγράμματος Ευρωπαϊκής Εδαφικής Συνεργασίας 2014-2020 η Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, έπειτα από πρόσκληση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων συμμετείχε σε συνεργασία με το Δήμο Θήρας στο ευρύτερο πρόγραμμα «Μνημεία στη Φύση: Μια δημιουργική συνύπαρξη» (Mo.Na.) με το έργο Διαχείριση της πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς της καλντέρας της Σαντορίνης». Το επίκεντρο των εργασιών στο πλαίσιο του έργου αυτού ήταν το Καστέλι του Σκάρου.

Ακρωτήριο Σκάρου
Το ερειπωμένο σήμερα μεσαιωνικό Καστέλι του Σκάρου χτίστηκε στην κορυφή του ομώνυμου Ακρωτηρίου που κυριαρχεί στον κόλπο της καλντέρας, ως το πιο εμβληματικό τοπόσημο της δυτικής ακτής της Θήρας, αποτελώντας ταυτόχρονα τον σημαντικότερο αρχαιολογικό χώρο της καλντέρας, όπου συνδυάζεται με τον πιο αρμονικό τρόπο το μνημείο με το μοναδικό ηφαιστειακό τοπίο.
Μια επιγραφή, χαραγμένη σε βράχο που χρονολογείται περίπου στο δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ., σήμαινε/καθόριζε το όριο ενός ιερού αφιερωμένου στην Αθηνά. Η επιγραφή, καθώς και αρκετές αναφορές για άλλες αρχαιότητες στην περιοχή, σε συνδυασμό με την προνομιακή, φυσική οχυρή θέση του Σκάρου, υποδηλώνουν την ύπαρξη οικισμού σε αυτό το ακρωτήριο ήδη από την αρχαιότητα. Το όνομα «Scharo», αναφέρεται για πρώτη φορά το 1485, από τον περιηγητή Bartolomeo da li Sonetti. Η διαδικασία της αποκρυπτογράφησης της αινιγματικής πολυπλοκότητας των ερειπωμένων κατασκευών στο πλαίσιο του έργου Mo.Na μας έδωσε επίσης στοιχεία για την κατοίκηση του Σκάρου κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα και την Πρωτοβυζαντινή περίοδο αντίστοιχα, αποτελώντας μια ισχυρή ένδειξη της συνεχούς χρήσης του από την αρχαιότητα μέχρι την ίδρυση του ενετικού κάστρου.

Το Μεσαιωνικό Κάστρο του Σκάρου
Το Κάστρο του Σκάρου χτισμένο σε αυτήν τη φυσικά οχυρή τοποθεσία κατά τον 13ο αιώνα από την οικογένεια Barrocci (1207–1265), αποτέλεσε την πρώτη ενετική πρωτεύουσα της Θήρας. Ο πυκνοκατοικημένος οχυρωμένος οικισμός αποτελείται από το Άνω Κάστρο ή ακρόπολη, γνωστό ως “Rocca”, που ήταν ο πρώτος οικιστικός πυρήνας, και το Κάτω Κάστρο, γύρω από τους πρόποδες του βράχου. Σχετικές πηγές αναφέρουν ότι η «Rocca» υπέστη σοβαρές ζημιές με την έκρηξη του ηφαιστείου το 1650 και οι κάτοικοί της μετακόμισαν σταδιακά στο Κάτω Κάστρο.Οι μεγάλες ηφαιστειακές εκρήξεις του 18ου (1707-1711) και του 19ου αιώνα (1866-1870) ανάγκασαν ωστόσο τους κατοίκους του να εγκαταλείψουν τον Σκάρο και να εγκατασταθούν στη σύγχρονη πρωτεύουσα του νησιού, τα Φηρά. Το σχέδιο του Γάλλου πρόξενου L.S. Fauvel (Συλλογή Thomas Hope στο Μουσείου Μπενάκη) (εικ. 1), είναι μια πολύτιμη και ακριβής απεικόνιση του Καστελιού του Σκάρου κατά το τέλος του 18ου αιώνα και αποτέλεσε το εφαλτήριο για την «επί του πεδίου» εξερεύνηση των ερειπίων του.
Το Καστέλι ήταν οχυρωμένο με αμυντικό τείχος ενισχυμένο με πύργους και περιέκλειε πολλά σπίτια και εκκλησίες. (σχ. 1) Η είσοδός του βρισκόταν στα ανατολικά, όπου ακόμη και σήμερα διακρίνονται οι πύργοι σε ορθογώνια κάτοψη που ενισχύουν το ανατολικό τείχος του οικισμού.Ο πύργος στο κέντρο της ανατολικής πλευράς προστάτευε μαζί με μια κινητή γέφυρα την κύρια πύλη του Κάστρου, (σχ. 1α-02, εικ. 2). Ακολουθεί την τυπική για την περίοδο διάταξη του χώρου. Οι πύργοι και το αμυντικό τείχος ήταν τα εξωτερικά μέρη των σπιτιών του αστικού ιστού. Κεραμικά ευρήματα από τον πύργο χρονολογούνται από τον 15ο έως τον 19ο αι.
Στη δυτική πλευρά του Κάστρου ερευνήθηκε ένας κυλινδρικός πύργος (σχ. 1β-05), η ανασκαφική έρευνα του οποίου του αποκάλυψε ευρήματα από τον 13ο έως τον 20ο αιώνα. Όπως προκύπτει από την τοιχοποιία του, επισκευαζόταν συνεχώς, ενώ συνδέθηκε με την προστασία της δυτικής όψης του αμυντικού τείχους. Οι δοκιμαστικές τομές στο εσωτερικό του τείχους αποκάλυψαν μια σειρά από χώρους διαταγμένους κάθετα σε αυτό.
Οι συνεχείς καταρρεύσεις του ηφαιστειακού βράχου καθώς και όλων των κατασκευών είχαν καλύψει τα ερείπια της οχυρωμένης πόλης με συντρίμμια. Κατά τη διάρκεια των εργασιών καθαρισμού, εντοπίστηκαν δεκάδες κτίρια εντός των τειχών του Σκάρου (σχ. 1), τα υπόγεια ή τα ισόγεια των οποίων ήρθαν στο φως. Τμήματα αυτών των θολωτών κατασκευών ήταν λαξευμένα στο ηφαιστειακό μαλακό έδαφος, ενώ άλλα ήταν χτισμένα με πέτρα.
Η έρευνα ωστόσο δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί σε όλες τις θέσεις του Καστελιού ούτε επίσης να εκτελεστούν εργασίες αποκατάστασης χωρίς κίνδυνο, λόγω των εκτεταμένων στρωμάτων καταστροφής, σε συνδυασμό με την εξαιρετικά απότομη μορφολογία του εδάφους. Ένα από αυτά τα σημεία αυτά ήταν και η βόρεια πλευρά του «Κάτω Κάστρου», όπου σύμφωνα με το σχέδιο του Fauvel βρίσκονταν δύο εκκλησίες, πιθανότατα η Παναγία του Μαρουλά και η Αγία Ειρήνη(σχ. 1-08, εικ. 2).
Αγία Θεοδοσία – Παναγία Ξεπορτιανή
Η έρευνα επεκτάθηκε και εξωτερικά του Καστελιού στο συγκρότημα των δύο ερειπωμένων εκκλησιών της Αγίας Θεοδοσίας, της προστάτιδας των Καστελιών και της Παναγίας Ξεπορτιάνης, μπροστά από την πύλη του κάστρου (εικ. 3). Με τους καθαρισμούς αποκαλύφθηκε ο παλαιότερος από τους δύο καμαροσκέπαστους μονόχωρους ναούς, (σχ. 1-01) η Αγία Θεοδοσία. Από τα πιο σημαντικά ευρήματα ήταν μια αρχαία επιτύμβια στήλη με το βενετσιάνικο οικόσημο Crispi χαραγμένο σε δεύτερη χρήση, πιθανότατα τοποθετημένο στο υπέρθυρο της εισόδου, μια άγνωστη ταφική επιγραφή από τάφο ρωμαϊκής περιόδου που εντοπίστηκε σε δεύτερη χρήση ως βάση για την Αγία Τράπεζα, και τέλος ένα αρκοσόλιο με δύο ταφές στον βόρειο τοίχο, που χρονολογείται βάσει των κεραμικών ευρημάτων στον 17ο- 18ο αι.