Ιστορία

Η Σίφνος

Η Σίφνος ανήκει στο σύμπλεγμα των Δυτικών Κυκλάδων (Κέα, Κύθνος, Σέριφος, Μήλος, Κίμωλος), έχει εμβαδόν 74τ.χιλ. και η ακτογραμμή της χαρακτηρίζεται από σειρά όρμων (π.χ. Κάστρο, Καμάρες, Πλατύς Γιαλός, Βαθύ, Χερρόνησος) με ασφαλή αραξοβόλια για ελλιμενισμό και θαλάσσια δραστηριότητα. Το ανάγλυφο του εδάφους της σχηματίζεται από συνεχείς βραχώδεις όγκους με ψηλότερο του Προφήτη Ηλία (υψ. 650μ.) διαμορφώνοντας ρεματιές και μικρές κοιλάδες, πρόσφορες για καλλιέργεια.

Μαρτυρούνται τρία ονόματα για το νησί: Ακίς, Μερόπη ή Μερόπια, και Σίφνος, το οποίο επικράτησε. Αυτό κατά τη μυθική παράδοση οφείλεται στον Σίφνο, τον πρώτο οικιστή του νησιού, γιο του ήρωα της Αττικής Σουνίου και εγγονό του Απόλλωνα και της νύμφης Ροιούς. Η καταγωγή του ίσως απηχεί σχέσεις του νησιού με τη Λαυρεωτική -Σούνιο- της νότιας Αττικής, η οποία οφείλει την επωνυμία της στον Σούνιο, λόγω των αργυρούχων κοιτασμάτων και κυρίως των μεταλλείων που υπήρχαν και στις δύο αυτές περιοχές ήδη από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού και προμήθευαν τις Κυκλάδες, την Κρήτη και την ηπειρωτική Ελλάδα με σπουδαία μέταλλα, όπως άργυρο, μόλυβδο και χαλκό. Ετυμολογικά ίσως προέρχεται από το σιφνός, δηλαδή κενός, αντανακλώντας την εικόνα του υπεδάφους του νησιού κατά την αρχαιότητα με τις μεταλλευτικές στοές. Μαρτυρείται δραστηριότητα από τη Νεολιθική Εποχή  ενώ κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (τέλος 4ης-3η χιλ. π.Χ), σε διάφορες θέσεις του νησιού (Ακρωτηράκι, Βαθύ), καθώς και οι λόφοι όπου αργότερα ιδρύθηκαν και αναπτύχθηκαν οι δύο σημαντικές ακροπόλεις του Άστεως (Κάστρο) και του Άγιου Ανδρέα, δημιουργήθηκαν προϊστορικοί οικισμοί. Στο Κάστρο, μια εξαιρετικά στρατηγική θέση ελέγχου του θαλάσσιου δρόμου και σε άμεση οπτική επαφή με τον λόφο του Αγίου Ανδρέα τεκμηριώνεται κατοίκηση μέχρι το τέλος του 18ου αι. π.Χ. Κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (τέλος13ου/αρχές12ου αι. π.Χ.) ιδρύθηκε και άκμασε η ακρόπολη του Αγίου Ανδρέα.

Κατά τους ιστορικούς χρόνους αποικίσθηκε από Ίωνες με αρχηγό της εκστρατείας στη Σίφνο τον Αθηναίο Αλκίνωρα. Μαρτυρούνται τρεις πόλεις, το «Άστυ των Σιφνίων», που ταυτίζεται με το Κάστρο, τη Μινώα, η οποία ενδέχεται να ταυτίζεται με την ακρόπολη του Αγίου Ανδρέα, απηχώντας την προϊστορική της ακμή με τα επιβλητικά κυκλώπεια τείχη και η Απολλωνία, η οποία ακόμα δεν έχει εντοπισθεί. Την ίδια εποχή κατασκευάσθηκαν δύο ισχυρά οχυρά, στον Άγιο Νικήτα και στον Προφήτη Ηλία του Τρουλακίου, ενώ σε όλη την ύπαιθρο χώρα αναπτύχθηκαν μικρές αγροτικές εγκαταστάσεις.  Ο πλούτος συνεχίσθηκε όπως δείχνουν οι Αθηναϊκοί κατάλογοι εισφορών όπου αναγράφονται οι αποτιμήσεις των ετήσιων φόρων που επέβαλλαν οι Αθηναίοι στα κράτη μέλη της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας. Οι Σίφνιοι γύρω στο 450/449π.Χ. κατέβαλλαν εισφορά 3 ταλάντων κάθε χρόνο, ποσό το οποίο 25 χρόνια μετά, το 425/424 π.Χ., αυξήθηκε στα εννέα. Η ευμάρεια για τουλάχιστον μερίδα των κατοίκων, συνεχίσθηκε μέχρι και τη ρωμαϊκή εποχή, όπως δείχνουν πλούσια ευρήματα από τα νεκροταφεία (σαρκοφάγος κλπ).

Οι αρχαιότητες της Σίφνου καταδεικνύουν ότι στην μακρόχρονη πολιτιστική πορεία της συνέβαλε ουσιαστικά, τουλάχιστον από την 3η χιλιετία π.Χ., στην ανάπτυξη του πολιτισμού στον αιγαιακό χώρο. Ιδιαίτερα η πρώιμη μεταλλευτική δραστηριότητα και η ανάπτυξη της τεχνογνωσία στον τομέα αυτό αναμφίβολα διαδραμάτισε καίριο ρόλο στην διαμόρφωση μιας νέας κοινωνίας βασισμένης στην νέα τεχνολογία των μετάλλων και στις δυνατότητες που παρείχε.

Η χρυσή εποχή της Σίφνου

Ο 6ος αι. π.Χ  Η εποχή της µεγαλύτερης ακµής της Σίφνου ήταν αναµφίβολα η αρχαϊκή, και ειδικότερα το β’ µισό του 6ου αι. π.Χ., όταν οι Σιφνιοί, “σε επίδειξη ευδαιµονίας” (Παυσανίας, 10.11.2), οικοδόµησαν στους Δελφούς έναν επιβλητικότατο Θησαυρό – το γνωστότερο κυκλαδικό µνηµείο στην ηπειρωτική Ελλάδα και το µοναδικό ολοµάρµαρο την εποχή εκείνη στο δελφικό Ιερό του Απόλλωνα. Εκτός από µεγάλη προβολή, η ανάθεση του Θησαυρού εξασφάλισε στους Σιφνιούς και το δικαίωµα της προµαντείας, το οποίο, σύµφωνα µε την επιγραφή στην είσοδο του Θησαυρού, ανανεώθηκε τον 4ο αι. π.Χ. Ο Ηρόδοτος (ΙΙΙ. 57-58) αναφέρει ότι, την εποχή του τυράννου Πολυκράτη, οι Σιφνίοι «νησιωτέων µάλιστα επλούτεον», ήταν οι πλουσιότεροι από τους νησιώτες, από την εκµετάλλευση των µεταλλίων χρυσού και αργύρου που υπήρχαν στο νησί τους. Η ανάθεση του µεγαλοπρεπέστατου Θησαυρού έγινε από τη δεκάτη των εσόδων τους, που τα µοιράζονταν µεταξύ τους. Τον καιρό της κατασκευής του Θησαυρού, οι Σιφνιοί συµβουλεύτηκαν το δελφικό µαντείο αν η ευηµερία τους θα είχε µεγάλη διάρκεια. Η Πυθία έδωσε τον παρακάτω χρησµό, τον οποίο οι Σιφνιοί δεν κατανόησαν ούτε τότε ούτε αργότερα, όταν έφτασαν οι Σάµιοι στο νησί: Αλλά όταν στη Σίφνο γίνουν λευκά πρυτανεία και αγορά µε λευκό περίβολο, τότε θα χρειαστεί άνδρας µε φρόνηση να προφυλάξει το νησί από την ξύλινη ενέδρα και τον ερυθρό κήρυκα. Ο Ηρόδοτος διευκρινίζει ότι τον παλιό καιρό τα πλοία ήταν χρωµατιστά µε µίλτο, και ότι η Πυθία εννοούσε τα πλοία των Σαµίων, όταν αναφερόταν στην ξύλινη ενέδρα και τον ερυθρό κήρυκα. Οι Σάµιοι εκείνοι ήταν φυγάδες που είχαν επαναστατήσει κατά του Πολυκράτη και που κατάπλευσαν στη Σίφνο, προκειµένου να βρουν χρήµατα. Οι αγγελιοφόροι των Σαµίων ζήτησαν καταρχήν από τους Σιφνιούς δάνειο 10 τάλαντα, και επειδή εκείνοι αρνήθηκαν, οι Σάµιοι λεηλάτησαν την ύπαιθρο του νησιού. Οι Σιφνιοί προσπάθησαν να τους διώξουν, αλλά οι Σάµιοι τους απέκλεισαν τη δυνατότητα επιστροφής στο άστυ, και στη συνέχεια κατόρθωσαν να τους αποσπάσουν 100 τάλαντα, δηλαδή το δεκαπλάσιο ποσό από εκείνο που αρχικά είχαν ζητήσει. Το γεγονός ότι οι Σιφνιοί ήταν από τους πρώτους νησιώτες που έκοψαν νόµισµα στα αρχαϊκά χρόνια, ίσως συνδέεται µε τη φύλαξη ενός τόσο υπέρογκου ποσού στο νησί.