Μουσεία

Το αρχαιολογικό Μουσείο στο Κάστρο Σίφνου

ο Γάλλος περιηγητής J.A.C.Barton πρωτοαντίκρισε το Κάστρο, τον Οκτώβριο του 1841, μαγεύτηκε από τη μοναδική εικόνα του οικισμού, που πρόβαλε, όπως λέει, περήφανος και αριστοκρατικά μοναχικός ανάμεσα σε θάλασσα και ουρανό. Οι περισσότεροι από τους περιηγητές που επισκέφθηκαν τη Σίφνο, από το 15ο ως τον 19ο αιώνα, κάνουν ανάλογες παρατηρήσεις για τον οικισμό που είναι κτισμένος πάνω στα ερείπια της αρχαίας πόλης της Σίφνου: εντυπωσιάζονται από τα λείψανα των αρχαίων κτισμάτων και από τον μεγάλο αριθμό αρχαίων μαρμάρινων αντικειμένων που βρίσκονται εντοιχισμένα στους εξωτερικούς τοίχους των σπιτιών, και που αχνοφαίνονται κάτω από τα αλλεπάλληλα στρώματα ασβέστη: κορμοί αγαλμάτων, επιτύμβιες στήλες, αρχιτεκτονικά μέλη, επιγραφές, ένα άγαλμα λιονταριού. Περισσότερο φαίνεται πως εντυπωσιάζονται από τις σαρκοφάγους στην κοιλάδα της Σεράλιας – συχνά μάλιστα σχολιάζουν με αρνητικά χρώματα τις νεότερες “πεζές” χρήσεις τους. Ο Buchon σημειώνει χαρακτηριστικά πως “τον χειμώνα, όταν οι βροχές δίνουν ορμή στα νερά του χειμάρρου, βλέπει κανείς να παρασύρονταο κομμάτια τάφων και αρχαίων γλυπτών, πράγμα που δείχνει ότι κάποτε εδώ υπήρξε μια πλούσια πόλη…”. Με βάση την πληροφορία του Στέφανου Βυζαντίου ότι η Σίφνος είχε τρεις πόλεις, οι περιηγητές ταυτίζουν τα ερείπια στο Κάστρο άλλοτε με την αρχαία Απολλωνία και άλλοτε με την αρχαία Σίφνο, το άστυ του Ηροδότου. Η τελευταία αυτή άποψη θεωρείται και η πιθανότερη, καθώς υποστηρίζεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Ακόμη πιο ενδιαφέρουσες είναι οι επισημάνσεις των περιηγητών σχετικά με τους σύγχρονους κατοίκους του οικισμού: μια ομάδα Καστριανών που συζητούν σε μια λόντζια του Κάστρου και ζητούν να μάθουν νέα από τον κόσμο, δημιουργεί στον G.M.A.F. Choiseul-Gouffier, που επισκέφτηκε τη Σίφνο στο τέλος του 19ου αιώνα, την ψευδαίσθηση ότι βρίσκεται στην αρχαία Ελλάδα, ενώ ο J.Th. Bent, που έρχεται στο νησί έναν αιώνα αργότερα, παρατηρεί ότι ο τρόπος εκφοράς των λέξεων στη Σίφνο πρέπει να έχει μεγάλη συγγένεια με τα αρχαία ελληνικά. Οι περισσότεροι συνδέουν τη μακροζωία των κατοίκων και την ομορφιά των γυναικών με το ευχάριστο και υγιεινό κλίμα του νησιού. Οι εντυπώσεις του σημερινού επισκέπτη δε διαφέρουν πολύ από εκείνες των περιηγητών. Το Κάστρο, χτισμένο σε μια εκ φύσεως οχυρή θέση, ενισχυμένο με ισχυρό διπλό τείχος, διατηρεί, τόσο στο όνομα του όσο και σε πολλά σημεία των δρόμων του, τις μνήμες μιας πολυποίκιλης και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσας ιστορίας.

Οι πρώτες συστηματικές έρευνες στο Κάστρο ξεκίνησαν από τους Άγγλους αρχαιολόγους J.K. Brock και G. Mackworth Young, που ανέσκαψαν τμήματα του λόφου και της περιοχής της Σεράλιας στη δεκαετία του 1930, αποκαλύπτοντας σημαντικά στοιχεία γιατην ιστορία του Κάστρου. Ωστόσο, πολλά από τα κινητά ευρήματα χάθηκαν μέσα στη λαίλαπα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στερώντας το νησί από ένα σημαντικό μέρος της ιστορίας του. Ορισμένα πολύτιμα αντικείμενα είχαν παροδοθεί στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας από τους Άγγλους ανασκαφείςτην τελευταία χρονιά των εργασιών τους στη Σίφνο, το 1938, ενώ τα υπόλοιπα έμειναν στο νησί και φυλάσσονταν σε σπίτια του Κάστρου. Σύμφωνα με μια αναφορά του Υπουργείου Παιδείας, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, τα πιο αξιόλογα αντικείμενα των ανασκαφών συγκεντρώθηκαν από τον Ιταλό διοικητή της φρουράς του νησιού για μεγαλύτερη προστασία (;). Δυστυχώς, ορισμένα από αυτά διοχετεύθηκαν σε αγορές αρχαίων πριν τη λήξη του πολέμου.

Στο Κάστρο τεκμηριώνεται εγκατάσταση τουλάχιστον από τον 9ο αι. π.Χ., κατά την ΥΓ περίοδο (β΄μισό 8ου αι. π.Χ.) είχε ήδη αναπτυχθεί σημαντικός οικισμός και από την Αρχαϊκή Εποχή (7ο και 6ο αι. π.Χ.) αποτελούσε την πρωτεύουσα του νησιού.

Η εκμετάλλευση των μεταλλείων χρυσού και αργύρου κατά τον 6ο και 5ο αι. π.Χ. έφερε μεγάλο πλούτο, καθιστώντας τους σίφνιους τους πλουσιότερους από τους νησιώτες (Ηρόδοτος ΙΙΙ, 57-58 –νησιωτέων μάλιστα επλούτεον). Αυτό καταδεικνύεται στο Άστυ από το εντυπωσιακό τείχος, το μοναδικό μαρμάρινο στις Κυκλάδες, που προστάτευε την ακρόπολη, στο οποίο προφανώς αναφερόταν και ο χρησμός του Μαντείου των Δελφών (Ηρόδοτος), καθώς και τα πλούσια ευρήματα που δίνουν μια εικόνα για την μεγαλοπρέπεια των δημόσιων οικοδομημάτων.

Οι Σίφνιοι σε επίδειξη του πλούτου τους και για να εξασφαλίσουν την εύνοια του θεού Απόλλωνα και το δικαίωμα της προμαντείας, από την δεκάτην των εσόδων τους, την οποία μοιράζονταν, ανέγειραν γύρω στο 525 π.Χ. στο πανελλήνιο ιερό των Δελφών ένα μικρό οικοδόμημα, τον γνωστό «Θησαυρό των Σιφνίων», το μοναδικό ολομάρμαρο μνημείο του ιερού μέχρι εκείνη την περίοδο. Ανήσυχοι όμως για τη διάρκεια αυτής της τόσο μεγάλης ευημερίας, την οποία πρόβαλλαν με προκλητικό τρόπο, που έφθανε στα όρια της «ύβρεως», συμβουλεύτηκαν σχετικά την Πυθία, η οποία, έδωσε τον χρησμό «Όταν στη Σίφνο θα γενεί άσπρο το πρυτανείο και ασπροφρύδα η αγορά, άνθρωπος μυαλωμένος θα χρειαστεί να βγεί μπροστά και να τους διαφεντέψει από καρτέρτι ξύλινο -ξύλινο λόχο- και κόκκινο τελάλη -«κήρυκας ερυθρό»- (Ηρόδοτος, μετάφραση Λεωνίδα Ζενάκου.». (1992) Παρερμήνευσαν τον χρησμό μη κατανοώντας ότι αναφερόταν αφενός στα τείχη και στα δημόσια οικοδομήματα που ήταν κατασκευασμένα εξολοκλήρου από μάρμαρο, ένα υλικό που προοριζόταν για ιερά οικοδομήματα, ορισμένα μάλιστα, όπως η αγορά και το πρυτανείο με παριανό μάρμαρο και αφετέρου ότι ο «ξύλινος λόχος» και ο «κήρυκας ερυθρός» αναφέρονταν σε πλοία βαμμένα κόκκινα με μίλτο. Έτσι αρνήθηκαν να ανταποκριθούν στο αίτημα των Σαμίων.

που είχαν αποστατήσει από τον Πολυκράτη, τον τύραννο της Σάμου ( 532-522 π.Χ.), για δάνειο (10) ταλάντων, οι οποίοι έφθασαν στο νησί με τέτοια πλοία, το λεηλάτησαν και απόσπασαν μεγάλο χρηματικό ποσό. Το γεγονός θεωρήθηκε ως θεϊκή τιμωρία για την μεγάλη επίδειξη πλούτου και ευδαιμονίας, που άγγιζε τα όρια της «ύβρεως».

Χαρακτηριστικό δείγµα µαρµάρινης µνηµειακής κατασκευής της σιφναϊκής πόλης είναι το τείχος της Ακρόπολης, τµήµατα του οποίου αποκαλύφθηκαν πρόσφατα σε ύψος που ξεπερνά τα 4,5 µ. (14 ορατοί δρόµοι). ‘Εχει κτιστεί από ντόπιο µάρµαρο, µεγάλο µέρος του οποίου λατοµήθηκε πάνω στο λόφο του Κάστρου. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι οι προεξέχοντες δρόµοι από µεγάλες στενόµακρες µαρµαροπλίνθους, σήµερα ορατοί στο ανατολικό και βορειοδυτικό τµήµα του τείχους. Ιστορικοί παράγοντες, µαρτυρίες από τις ανασκαφές των Άγγλων στο εσωτερικό της Ακρόπολης, καθώς και στοιχεία της τοιχοδοµίας του τείχους, µπορούν να τοποθετήσουν την αρχή της οικοδόµησής του στο τέλος του 6ου αι. π.Χ. – γύρω στο 510 µοναδικό παράδειγµα µαρµάρινου τείχους την εποχή εκείνη στις Κυκλάδες. Εάν η χρονολόγηση είναι σωστή, τότε η κατασκευή του τείχους θα πρέπει να συνδέεται µε τις εκτεταµένες εργασίες διαµόρφωσης που έγιναν µετά τα µέσα του 6ου αι. π.Χ. στη βορειοδυτική πλευρά του λόφου, όταν ο παλιός ναός αντικαταστάθηκε από έναν µαρµάρινο, και ο χώρος του ιερού επεκτάθηκε προς τα βορειοδυτικά..

Η αναφορά της Πυθίας στην προμαντεία που ζήτησαν οι Σίφνιοι στα λευκά, τα µαρµαρόκτιστα δηµόσια οικοδοµήµατα της Σίφνου, σε µια εποχή που το υλικό αυτό χρησιµοποιούνταν σχεδόν κατ΄αποκλειστικότητα στην κατασκευή ιερών κτιρίων, υποδηλώνει µια επίδειξη πλούτου εκ µέρους της σιφνέικης πόλης. Είναι σαφές ότι η φήµη των µνηµείων της Σίφνου ξεπερνούσε κατά πολύ τα στενά νησιωτικά σύνορα.

Μια αµυδρή εικόνα του εντυπωσιακού γλυπτού διακόσµου της αρχαίας πόλης, της οποίας τα δηµόσια κτίρια είχαν στολιστεί, σύµφωνα µε τον Ηρόδοτο, µε παριανά έργα, αποκτά κανείς και από τα λιγοστά δείγµατα αρχαϊκών γλυπτών που βρέθηκαν στο Κάστρο: ένα µαρµάρινο κεφάλι κούρου ή σφίγγας, έργο νησιωτικού, πιθανότατα παριανού εργαστηρίου, των µέσων του 6ου υαι. π.Χ., που βρέθηκε το 1936 εντοιχισµένο σε σπίτι του Κάστρου, καθώς και µια µαρµάρινη ερµαϊκή στήλη , που βρέθηκε στην Ακρόπολη του Κάστρου το 1895 και σήµερα εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Η στήλη είναι από τα πρωιµότερα δείγµατα του τύπου των Ερµών. Το έργο είναι νησιώτικο, πιθανότατα παριανού εργαστηρίου, µε αττική επίδραση, φέρει ίχνη επισκευής και χρονολογείται γύρω στο 510 π.Χ. Η ερµαϊκή στήλη της Σίφνου είναι η µόνη που βρέθηκε εκτός Αττικής την περίοδο αυτή και η παλαιότερη στις Κυκλάδες. Η εύρεση ενός αττικού τύπου γλυπτού στη Σίφνο στα τέλη του 6ου αι. π.Χ. µαρτυρεί για τις σχέσεις του νησιού µε την Αθήνα σε µια περίοδο που οι Πεισιστρατίδες είχαν αρχίσει να δείχνουν ενεργά ενδιαφέρον για άσκηση επιρροής στον κυκλαδικό χώρο., θα ήταν αναµφίβολα ένας ισχυρός πόλος έλξης. Η Σίφνος τον 6ο αι.π.Χ., για να διαφυλάξει και να ελέγξει την παραγωγή της σε άργυρο, έκοψε δικό της νόμισμα (ανεπίγραφο αργυρό στατήρα με απεικόνιση αετού).

To Μούσειο
Το κτήριο, όπου στεγάζεται το Αρχαιολογικό Μουσείο, είναι παραδοσιακό και ανήκει στον μεσαιωνικό πυρήνα του Κάστρου. Δωρήθηκε από την οικογένεια Μαριδάκη και αναπαλαιώθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και από το 1986 λειτουργεί κανονικά. Προβλέπεται επέκτασή του σε όμορες απαλλοτριωθείσες ιδιοκτησίες πρώην Πρόκου και Ραφελέτου και η επανέκθεση των συλλογών του ώστε να αποτυπώνεται η διαχρονική ιστορία της Αρχαίας Σίφνου και του Κάστρου.

Οι συλλογές που περιλαμβάνει το Μουσείο είναι οι ακόλουθες:
– Γλυπτά (επιτύμβια, αγάλματα, αρχιτεκτονικά μέλη κ.λ.π.) από την αρχαϊκή μέχρι και τη ρωμαϊκή εποχή (6ος αιώνας π.Χ. – 1ος αιώνας π.Χ.),
– Πήλινα αντικείμενα, ειδώλια και  αγγεία πόσης και επίδειξης που βρέθηκαν στις ανασκαφές στο Κάστρο από τη γεωμετρική μέχρι και την ελληνιστική εποχή ( 8ος αιώνας π.Χ. – 2ος αιώνας π.Χ.),
-Μετάλλινα αντικείμενα και νομίσματα
Σημαντικότερα εκθέματα του μουσείου είναι τα εξής:
– Κεφάλι κούρου ή Σφίγγας από μάρμαρο. Μέσα 6ου αι. π.Χ.,
-Μαρμάρινο ιωνικό κιονόκρανο. 6ος αι. π.Χ.,
– Άγαλμα Αρτέμιδας ελληνιστικής περιόδου
– Μαρμάρινη επιτύμβια στήλη. Ελληνιστικοί χρόνοι.

Στο μουσείο γίνονται κατά καιρούς εκπαιδευτικά προγράμματα και ειδικές ξεναγήσεις με την αφορμή εκθέσεως σε ειδική προθήκη επιλεγμένων αντικειμένων όπως οι λύχνοι και οι ενσφράγιστες λαβές αμφορέων

Που συνδυάζονται με ξεναγήσεις εντός του Μέσα Κάστρου και της περιοχής των Δεσποτικών όπου βρίσκεται και η προπολεμική ανασκαφή των βρετανών αρχαιολόγων Brock και Young.