Αρχαιολογικοί χώροι

Το ιερό του Διονύσου στα Ύρια Νάξου

Το ιερό των Υρίων στη θέση Λειβάδι εντοπίσθηκε (1982), ερευνήθηκε (1986-1996) και διαμορφώθηκε για το κοινό (1992-1996) από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, σε συνεργασία με το Πολυτεχνείο του Μονάχου και με χρηματοδότηση των δύο αυτών Ιδρυμάτων, του Υπουργείου Πολιτισμού (έρευνα) και του Υπουργείου Αιγαίου (διαμόρφωση). Πρόκειται για θέση με αδιάκοπη ζωή και λειτουργία από τον 14ο αιώνα π.Χ. ως τις μέρες μας.

Πρόκειται για το κυριότερο, ίσως, ιερό της Νάξου, που ήταν, όπως άλλωστε και όλο το νησί, αφιερωμένο στον Διόνυσο. Το τέμενος βρίσκεται σε εκβολή του ποταμού μέσα στην εύφορη πεδιάδα που δημιουργήθηκε από επιχώσεις νότια της πόλης της Νάξου, με την οποία τον συνέδεε προφανώς μία «ιερά οδός».

Η θέση και η ιστορία του θυμίζει το Ηραίο της Σάμου. Στην όχθη του ποταμού υπήρχε λιτό μυκηναϊκό ιερό. Τα ακόλουθα γεωμετρικά στρώματα βεβαιώνουν τη συνέχιση της ανθρώπινης παρουσίας στον χώρο που πιστοποιείται, άλλωστε, από τον πρώτο (Ι) ναό, σε απόσταση περίπου 15 μέτρων νότια του ποταμού. Πρόκειται για λιτό οίκο (5×10μ.) με επίπεδη πλίνθινη στέγη και τρεις πασσάλους. Μία τράπεζα προσφορών εντοπίστηκε πάνω από τη μυκηναϊκή θέση προσφορών. Στην όχθη του ποταμού βρέθηκε τοίχος που έφερε ίχνη καμένων οστών, στοιχείο που παραπέμπει σε τελετουργικά γεύματα. Ο ναός καταστράφηκε πιθανώς από πλημμύρα.

Μετά τα μέσα του 8ου αιώνα, με την επέκταση της πόλης της Νάξου, ο δεύτερος ναοός (ναός ΙΙ) έφθασε σε διαστάσεις σε 10×16μ. Τρεις σειρές από πέντε ξύλινους κίονες πάνω σε μαρμάρινες βάσεις διαιρούσαν τον χώρο σε τέσσερα κλίτη. Στο πίσω μέρος του οικοδομήματος υπήρχε τετράγωνη εσχάρα για τις θυσίες. Πάγκοι για 60 περίπου πιστούς περιέβαλαν τον χώρο. Το δάπεδο καλυπτόταν από καμένα οστά. Πλάτωμα στον εξωτερικό χώρο προσφερόταν για τους υπόλοιπους καλεσμένους στις «εκδηλώσεις».

Ο ναός ΙΙΙ, των αρχών του 7ου αιώνα, επεκτάθηκε με μία τετράστυλη πρόσταση σε πρόστυλο. Παράλληλα άλλαξε η διαμόρφωση στο εσωτερικό του: δύο κιονοστοιχίες άνοιγαν τώρα στο κέντρο του χώρου, όπου ξεχώριζε η εσχάρα ανάμεσα σε τέσσερις κίονες και ίσως κάτω από ένα οπαίο στη στέγη. Οι ξύλινοι κίονες πατούσαν σε μαρμάρινες βάσεις και έφεραν μάλλον διαμορφωμένα κιονόκρανα. Μαρμάρινες υδρορροές απομάκρυναν το νερό από την επίπεδη στέγη. Πήλινη πλάκα ζωφόρου με συνωρίδες, ύψους περίπου 16 εκ., ήταν μάλλον η επίστεψη του θριγκού του πρόναου.

Στο πρώτο τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. σημειώθηκε σημαντική στροφή στη μνημειακότητα. Ο ναός IV άρχισε να ανεγείρεται γύρω στο 580 π.Χ. και στο άδυτό του θα έφερε άγαλμα υπερφυσικού μεγέθους. Έχει μάλιστα υποστηριχθεί ότι για εκεί προοριζόταν το μνημειακό άγαλμα του θεού Διονύσου (που έχει καθιερωθεί να καλείται «Κούρος του Απόλλωνα») που σήμερα μπορεί να το επισκεφτεί κανείς στη θέση όπου αφέθηκε στην αρχαιότητα, στα λατομεία του Απόλλωνα. Κίονες, θύρες, θριγκός, κέραμοι της στέγης ήταν μαρμάρινα κατά το πρότυπο του Οίκου των Ναξίων στη Δήλο. Η στέγη είναι πλέον σαμαρωτή και με αετώματα. Σε μαρμάρινο βωμό 12 μ. μπροστά από την πρόσοψη του ναού θα γίνονταν οι έμπυρες θυσίες, ενώ οι σπονδές στον μαρμάρινο βόθρο στον σηκό.

Τα ρωμαϊκά χρόνια, από τον 1ο αιώνα π.Χ. μέχρι τον 3ο αιώνα μ.Χ., λόγω της αστάθειας του υπεδάφους, εκτελέστηκαν εκτεταμένες επισκευές. O μαρμάρινος ναός ανακαινίστηκε το 40 π.Χ. όταν ο Αντώνιος επέβαλε να λατρεύεται ως Διόνυσος σε όλους τους ναούς του Διονύσου στην επικράτειά του. Το άγαλμά του, σήμερα στο μουσείο της Νάξου, βρέθηκε μέσα στον σηκό. Η τιμωρία της Δίρκης είναι χαραγμένη ανάγλυφα στο στήθος, και κρατάει μια μαινάδα στα αριστερά του. Μετά τη νίκη του Οκταβιανού εναντίον του Μάρκου Αντώνιου στη μάχη του Ακτίου το 31 π.Χ. το κεφάλι και τα ονόματα στην επιγραφή στη βάση του αγάλματος αλλάχθηκαν.

Πιθανότατα τον 5ο ή τον 6ο αιώνα μ.Χ. ο ναός μετατράπηκε σε τρίκλιτη χριστιανική βασιλική. Ύστερα από συχνές πλημμύρες, η τελευταία μεγάλη τον 12ο αιώνα, η βασιλική εγκαταλείφθηκε και χτίστηκε η σημερινή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου σε ασφαλές κοντινό μέρος, στην οποία χρησιμοποιήθηκαν τμήματα του αρχαίου ναού.

Η Νάξος είχε πρωτοποριακό ρόλο στην ανάπτυξη όχι μόνο της πλαστικής αλλά και της αρχιτεκτονικής. Με τον δεύτερο ναό των Υρίων τεκμηριώνεται ήδη απο τον 8ο αιώνα π.Χ. η πρώτη γνωστή διαμόρφωση μνημειώδους εσωτερικού χώρου με μια εκπληκτική, για την εποχή, τετράκλιτη υπόστυλη ναϊκή αίθουσα. Με τον τρίτο ναό τεκμηριώνεται άμεσα η ξύλινη πρόστυλη πρόσοψη στους αρχαίους ναούς και με τον τέταρτο ναό, από το 580-550 π.Χ. αποκτάται το πρωϊμότερο παράδειγμα λίθινου πρόστυλου ιωνικού ναού. Στον τελευταίο αυτό ναό εντοπίζονται με μεγάλη λεπτομέρεια τα μέχρι τώρα άγνωστα πρώτα βήματα της μνημειώδους ελληνικής μαρμάρινης αρχιτεκτονικής στη θεμελίωση της πρόστασης και του αδύτου, στη μορφή των κιόνων, στα επιβλητικά θυρώματα, στη διαμόρφωση τον θριγκού και της μαρμάρινης στέγης. Πρόκειται, δηλαδή, για τις μορφές που επικράτησαν στην αρχαία αρχιτεκτονική και μέχρι σήμερα διατρέχουν τον παγκόσμιο πολιτισμό ως έκφραση του μνημειώδους. Η ιστορία της τελετουργικής εστίασης στα ιερά και η δημιουργία ειδικών κτιρίων που την εξυπηρετούσαν παρακολουθείται επίσης στα ‘Υρια, με τις επάλληλες κατασκευές του αψιδωτού πρώιμου αρχαϊκού, του κλασικού και του υστερορωμαϊκού τελετουργικού εστιατορίου, σε χρόνους πολύ παλαιότερους από ό,τι ήταν ως σήμερα γνωστό.