Αρχαιολογικοί χώροι

Η Νάξος: γεωγραφική θέση, γεωλογία, γεωμορφολογία, κλίμα

Η Νάξος είναι το μεγαλύτερο νησί των Κυκλάδων και βρίσκεται στο Κεντρικό Αιγαίο, σε 25ο ανατολικό και 37ο βόρειο πλάτος, πάνω σε μία ανυψωμένη πλατφόρμα (την κυκλαδική) που περιλαμβάνει γύρω στα 20 νησιά. Το σχήμα της είναι ελλειψοειδές και έχει έκταση 435 χλμ2. Ο μεγάλος άξονας έχει μήκος 33 και ο μικρός 25, ενώ η ακτογραμμή της φθάνει τα 91 χλμ.

Εντάσσεται στον πυρήνα της αττικοκυκλαδικής μάζας. Ο ορεινός όγκος της καλύπτεται από κρυσταλλοσχιστώδη πετρώματα (γνεύσιους, μάρμαρα, σχιστόλιθους) πάχους εκατοντάδων μέτρων. Στο κέντρο αυτού του μεταμορφωμένου συμπλέγματος υπάρχει ένας μιγματικός γνευσιακός δόμος. Στο δυτικό άκρο του νησιού εμφανίζεται μία διείσδυση γρανοδιορίτη ενώ στα παράλια παρουσιάζονται τριτογενή ιζήματα (μάργες, ψαμμίτες, κροκαλοπαγή). Ανάμεσα στους γνεύσιους και τους σχιστολίθους παρεμβάλλονται εκτεταμένες κοίτες χοντρόκοκκων μαρμάρων διαφόρων αποχρώσεων (στις περιοχές Απόλλωνα, Απεράθου, Φιλώτι, Κυνίδαρο), η εκμετάλλευση των οποίων έχει αρχίσει από τα προϊστορικά χρόνια και συνεχίζεται αδιάλειπτα μέχρι σήμερα. Μέσα στα μάρμαρα και σε μορφή φακοειδών κοιτών βρίσκεται το σκληρό πέτρωμα της σμύριδας, που επίσης χρησιμοποιείται ήδη από τα προϊστορικά χρόνια έως τις ημέρες μας.

Έχει ορεινό ανάγλυφο με προσανατολισμό ΒΑ-ΝΔ που ακολουθεί την τεκτονική δομή του νησιού και χαρακτηρίζεται από πτυχώσεις με αντίστοιχη κατεύθυνση. Στη ραχοκοκαλιά αυτής της μεγάλης πτύχωσης δεσπόζουν οι κορυφογραμμές του Ζα (1.004 μ. ύψος), της Κορώνου (992 μ.) και του Φαναριού (908 μ.), ενώ δεξιά και αριστερά τους υπάρχουν πολυάριθμα ρήγματα που δημιούργησαν βαθιές και στενές κοιλάδες με κατεύθυνση προς τη θάλασσα. Η ακτογραμμή του νησιού είναι σχεδόν ευθύγραμμη. Το πιο σημαντικό λιμάνι βρίσκεται στη Χώρα. Άλλοι όρμοι, που είναι κατάλληλοι μόνο για μικρά πλοία και όχι σε όλους τους ανέμους, είναι οι: Αμίτης, Φανερωμένη, Άγιος Μάμας, Απόλλωνας, Λυώνας, Μουτσούνα, Λυγαρίδια, Ψιλή Άμμος, Κλειδός, Σπεδός, Πάνορμος, Ρίνα, Καλαντός, Άγιος Σώστης, Αγιασός, Αγία Άννα και Άγιος Προκόπης.

Το κλίμα της είναι του υποτροπικού ή μεσογειακού θέρους με θερμό θέρος και ήπιο και υγρό χειμώνα

Είναι, όπως άλλωστε και όλες οι Κυκλάδες, από τις πιο ανεμώδεις περιοχές της Ελλάδας.

 Όνομα

Η παλαιότερη σωζόμενη μνεία του ονόματος Νάξος γίνεται από τον Πάριο ποιητή Αρχίλοχο σε επίγραμμα για τους (Ναξίους) Μεγάτιμο και Αριστοφώντα. Επιγραφικά απαντά μόλις στο α΄ τέταρτο του 4ου αι. π.Χ., σε αναθηματική επιγραφή των νικητών στο στενό μεταξύ Νάξου και Πάρου. Στους Λατίνους συγγραφείς απαντά με τον τύπο Νaxos ή Naxus. Το εθνικό Νάξιος, Ναξία, Νάξιον απαντά για πρώτη φορά σε αναθηματικές επιγραφές γύρω στα μέσα του 7ου αι. π. Χ..

Η ετυμολογία του ονόματος Νάξος δεν είναι δυνατή. Θα μπορούσε να συγκαταλεχθεί στα προελληνικής καταγωγής τοπωνύμια. Η αδυναμία ετυμολόγησής της οδήγησε συγγραφείς της αρχαιότητας να υποστηρίξουν, μεταξύ άλλων, την προέλευση του τοπωνυμίου από τον καρικής καταγωγής οικιστή του, τον Νάξο. Στις γραμματειακές πηγές πάντως αποδίδονται στη Νάξο και άλλα ονόματα, όπως Στρογγύλη, Δία, Διονυσιάδα.

 Μυθολογία

Η Νάξος συνδέεται στενά με την ελληνική μυθολογία, αφού στο νησί λατρεύτηκε πληθώρα θεών του ελληνικού δωδεκάθεου καθώς και μικρότερου βεληνεκούς ημίθεοι και ήρωες. Ας ρίξουμε μία πολύ σύντομη ματιά στους κυριότερους.

Δίας

O Δίας, ο πατέρας των θεών μπορεί να γεννήθηκε στην Κρήτη, στο σπήλαιο του Ιδαίου Άνδρου, αλλά «ανδρώθηκε» στη Νάξο, για να γλιτώσει από τον φθόνο και το μένος του πατέρα του του Κρόνου, δίνοντας μάλιστα το όνομά του στο ψηλότερη βουνό του νησιού τον «Ζα» (Ζευς) όπου και μεγάλωσε. Δύο επιγραφές στο βουνό, σε ριζιμιούς βράχους, «ΟΡΟΣ ΔΙΟΣ ΜΗΛΩΣΙΟΥ» ορίζουν, προστατεύουν και προβάλλουν το ιερό του.

Διόνυσος

Ο Διόνυσος ήταν ο θεός που λατρεύτηκε περισσότερο στη Νάξο, την οποία πολλοί ονομάζουν «θεοτρόφο». Αν και καταγόταν, σύμφωνα με την προσφιλέστερη άποψη, από την Θράκη, οι Νάξιοι Νάξιοι μυθογράφοι υποστηρίζουν ότι γεννήθηκε στη Νάξο, από τη Σεμέλη, κόρη του Κάδμου του βασιλιά των Θηβών και τον βασιλιά Αστέριο. Ο Δίας ανέθεσε την ανατροφή του στις Νάξιες νύμφες Φιλία, Κλείδη και Κορώνη, οι οποίες τον μεγάλωσαν στη σπηλιά του Ζα ή κατ’ άλλους στο «Κακό Σπήλιο» της Κορώνου. Η ευφορία των ναξιώτικων αμπελιών  αποδίδεται στον θεό, που λατρευόταν στο νησί με εκδηλώσεις που περιλάμβαναν αγώνες και θυσίες. Το έθιμο των Απόκρεω με τους μασκαράδες φέρεται να είναι κατάλοιπο της διονυσιακής λατρείας.

Πολύ διαδεδομένος είναι ο μύθος σύμφωνα με τον οποίο ο Διόνυσος κάποτε νοίκιασε ένα πλοίο από τους Τυρρινούς ναυτικούς για να επιστρέψει στη Νάξο. Εκείνοι όμως, θέλησαν να τον αιχμαλωτίσουν. Ο Διόνυσος το αντιλήφθηκε και για να γλιτώσει τους «φίλεψε» κρασί για να μεθύσουν. Αμέσως στα κατάρτια του πλοίου αναρριχήθηκε μια κληματαριά και τα κλαδιά της γέμισαν σταφύλια. Έντρομοι οι ναύτες, από το ξαφνικό αυτό φαινόμενο, φοβήθηκαν κι έπεσαν στη θάλασσα, όπου την ίδια στιγμή μεταμορφώθηκαν σε δελφίνια.

Νάξος, το νησί Αριάδνης

Είναι πολύ γνωστό ότι στη Νάξο και μάλιστα στη νησίδα «Παλάτια» εγκαταλείφθηκε από τον Θησέα η Αριάδνη, παρά το ότι τον είχε βοηθήσει προηγουμένως στην Κρήτη να σκοτώσει το Μινώταυρο με τον όρο να την πάρει μαζί του. Εκεί την είδε να κοιμάται ο Διόνυσος και την ερωτεύτηκε. Μάλιστα, σύμφωνα με μία παραλλαγή του μύθου, ο Θησέας υποχρεώθηκε από τον Διόνυσο να αφήσει την Αριάδνη στη Νάξο, κατόπιν απειλών του τελευταίου. Στη συνέχεια ο Διόνυσος πήγε κοντά στην Αριάδνη. Εκείνη μόλις ξύπνησε τον είδε να στέκεται δίπλα της και να της λέει λόγια τρυφερά. Τον ρώτησε αμέσως για το Θησέα, αλλά εκείνος της απάντησε ότι είχε φύγει, ενώ της έδωσε να πιει κρασί από ένα χρυσό κύπελλο και της πρόσφερε ένα χρυσό στεφάνι, έργο του Ήφαιστου, με πολύτιμα ινδικά πετράδια στο σχήμα εννέα αστεριών. Κατ’ άλλους το στεφάνι ήταν δώρο της Αφροδίτης και των Ωρών για τους γάμους τους. Αναφέρεται δε, ότι ήταν τόσο λαμπρό ώστε οι θεοί το έβαλαν στον ουρανό να λάμπει πλάι στ’ άλλα αστέρια και το ονόμασαν αστερισμό της Αριάδνης. Θυμωμένη με το Θησέα η Αριάδνη δέχθηκε την πρόταση του Διονύσου. Εκείνος την πήρε και την πήγε στο όρος Δρίος, το σημερινό βουνό Κόρωνος. Από εκεί έφυγαν για τον Όλυμπο όπου και η Αριάδνη κέρδισε την αθανασία. Αυτή είναι η ευχάριστη παραλλαγή. Υπάρχει πολλές άλλες. Μία δυσάρεστη θέλει την Αριάδνη να αυτοκτονεί στο νησί της Νάξου από την προδοσία του Θησέα πέφτοντας στη θάλασσα. Πάντως η σύνδεση των «Παλατιών» με τον μύθο υποννοείται και από την ονομασία της νησίδας («Βάκχος»), καθώς και από το γεγονός ότι συχνά αναφέρεται ως «της Αριάδνης».

Απόλλωνας

Στη Νάξο λατρεύτηκε και ο Απόλλωνας, ο θεός του φωτός και της μουσικής, γεννημένος μαζί με την αδερφή του την Άρτεμη, στη Δήλο.  Ήταν γιος του Δία και της Λητούς, η οποία, για να γλιτώσει από την οργή της…μονίμως απατημένης Ήρας, μεταφέρθηκε με τη συνδρομή του Ποσειδώνα στο ιερό νησί. Δεν είναι τυχαία η ανέγερση από τον Λύγδαμη του ναού του Απόλλωνος Δηλίου στα Παλάτια.

Ώτος και Εφιάλτης

Δύο τοπικοί ήρωες που λατρεύονταν από τους λατόμους της Νάξου αντί του Ηρακλή ήταν οι δίδυμοι γίγανες Ώτος και Εφιάλτης. Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση είχαν είχαν υπερφυσικές ιδιότητες. Μεγάλωναν γρήγορα και υπερβολικά, ενώ συγχρόνως μεγάλωνε και η αλαζονεία τους. Κατέληξαν να απειλούν με τη δύναμή τους τον Δία, ισχυριζόμενοι ότι θα ανέβουν πιο ψηλά από τον θρόνο του στον Όλυμπο, τοποθετώντας το ένα βουνό πάνω στο άλλο, και ότι θα ανατρέψουν την τάξη του κόσμου, μετατρέποντας τη θάλασσα σε ξηρά και δημιουργώντας στη θέση της γης θάλασσα. Ο Δίας, για να απαλλαγεί, τους έστειλε στη Νάξο να αναζητήσουν τη μητέρα τους, που βρισκόταν στο νησί ως τροφός του Διονύσου. Εκεί, με τέχνασμα της Αρτέμιδος, σκότωσαν σε κυνήγι κατά λάθος ο ένας τον άλλο – γιατί ήταν άτρωτοι από όλους τους άλλους θνητούς και θεούς. Η παράδοση στη Νάξο έλεγε ότι τα δύο αδέλφια τάφηκαν στις Μέλανες και λατρεύθηκαν ως ήρωες.

Η ιστορία της αρχαιολογικής έρευνας εν τάχει

Οι πρώτες αρχαιολογικές (ανασκαφικές) έρευνες στο νησί της Νάξου γίνονται στις αρχές του 20ού αιώνα. Αν και τα προϊστορικά κατάλοιπα του νησιού ήταν ακόμη τότε ελάχιστα γνωστά, ο ανθρωπολόγος Κ. Στέφανος (1854 – 1915) θεωρούσε βέβαιο ότι το νησί αυτό, το μεγαλύτερο των Κυκλάδων, με φυσικό πλούτο και εξαιρετική θέση «εν μέσω της μεγάλης εστίας του νησιωτικού προμυκηναϊκού πολιτισμού», θα είχε οπωσδήποτε γνωρίσει σημαντική ακμή ήδη σε αρχαιότατη εποχή. Ύστερα από αίτησή του στο Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχαιολογικής Εταιρείας δραστηριοποιήθηκε από το 1903 έως το 1911. Περιόδευσε στη ναξιακή ύπαιθρο όπου εντόπισε και ανέσκαψε νεκροταφεία κυρίως, αλλά και οικισμούς: το 1903 νεκροταφείο στους Καρβουνόλακκους, την Κέλη, τον Σπεδό και συστάδα τάφων στον Αϊλά˙ το 1904 το εκτεταμένο νεκροταφείο στις Φυρρόγες της περιοχής Αθαλάσσου, και στην ίδια περιοχή το νεκροταφείο στον Λούρο με πλούσιους τάφους˙ επίσης ερεύνησε τα Μνημούρια και το Καστράκι (Πολίχνι)˙ το 1906 εργάστηκε στον Κάμπο της Μάκρης, στα Λυγαρίδια, τον Κλειδό, τον Πάνορμο και πάλι στον Σπεδό, όπου και αναγνώρισε ακρόπολη˙ το 1908 στη Κωμιακή, στον όρμο Απόλλωνα και στο Καστράκι, το νεκροταφείο και την ακρόπολη˙ το 1909 και το 1910 ξαναγύρισε στο Καστράκι˙ το 1909 ερεύνησε τάφους στις Μέλανες, και το 1910 το μεγάλο νεκροταφείο των Αφεντικών και τη φυσική ακρόπολη της Ριζοκαστελλιάς.

Το 1930, ο G. Welter έφερε στο φως «υπονεολιθικά» κατάλοιπα στη σημερινή Χώρα της Νάξου: στη Γρόττα και στα Παλάτια, κάτω από τον ναό του Απόλλωνος Δηλίου (Πορτάρα). Έρευνες στην Πορτάρα που απέδωσαν στοιχεία για ανθρώπινη παρουσία στην ΠΚ περίοδο έγιναν και από τον G. Gruben το 1971.

Η δραστηριότητα της Αρχαιολογικής Εταιρείας σχετικά με τον κυκλαδικό πολιτισμό της Νάξου επαναλήφθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο με το ευρύ πρόγραμμα ανασκαφών στη Γρόττα και στα Απλώματα υπό τον Ν. Κοντολέοντα (1949-1972). Διάφορα γεγονότα δεν επέτρεψαν τη συνέχιση της συστηματικής έρευνας των καταλοίπων στον χώρο αυτό, με εξαίρεση την ανασκαφή ενός τάφου στα Απλώματα από τον Β. Λαμπρινουδάκη το 1974 που συνέχισε έως και τα μέσα του 1990 ερευνώντας, πέρα από την παραλία και τη Μητρόπολη, σε συνεργασία με την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Η τελευταία, άλλωστε, έχει την αποκλειστική ευθύνη και σωστικές ανασκαφές στο πλαίσιο οικοδομικών αιτημάτων και κάθε είδους έργο και εργασία στο νησί.

Ειδικότερα όσον αφορά στο έργο της Υπηρεσίας στο νησί, είναι συνεχές από τη σύστασή της και εντάθηκε μεταπολεμικά, ιδίως στην ύπαιθρο, με σωστικές κατά κύριο λόγο ανασκαφές, πολλών δε θέσεων της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, ως αντίδραση στη λαίλαπα των λαθρανασκαφών. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Ν. Ζαφειρόπουλος (1965, 505): «Από του έτους 1961 ήρχισαν να ενεργούνται προληπτικαί ανασκαφαί ανά την ύπαιθρον της νήσου, της οποίας η αρχαιολογική έρευνα είχε διακοπή από της εποχής του Κλωνός Στεφάνου. Δυστυχώς η έλλειψις επαρκούς επιστημονικού προσωπικού και η κατά τα πρώτα στάδια περιωρισμένη τοπογραφική γνώσις της υπαίθρου δεν επέτρεψαν, ώστε αι ανασκαφαί να αναπτυχθούν εις μεγάλην κλίμακα, όπως επέβαλλεν η ανάγκη».

Σε μία προσπάθεια διάσωσης της αρχαιολογικής μαρτυρίας από τις συχνές λαθροσκαφές, πραγματοποιήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 (1985 – 1986) από την Εφορεία Παλαιανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας και τη διεύθυνση του Κ. Ζάχου η συστηματική διερεύνηση του Σπηλαίου του Ζα.

Η δράση του κράτους δια της αρμόδιας Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, ιδίως τα τελευταία χρόνια, δεν περιορίζεται στις σωστικές επεμβάσεις, αλλά είναι ευρύτερη και περιλαμβάνει έρευνες πεδίου (ανασκαφές, επιφανειακές έρευνες, καταγραφές κ.λπ.) και έργα ανάδειξης, αποκαταστάσεις μνημείων κλπ σε όλη την έκταση της Νάξου, σε οικισμούς και στην ύπαιθρο, καθώς και συνεργασίες με ξένους φορείς και ιδρύματα, όπως το Καναδικό Ινστιτούτο (Στελίδα), Νορβηγικό Ινστιτούτο (Κάστρο Απαλίρου), Βρετανική Σχολή (Κέρος).

Άλλωστε, παράλληλα με το έργο αρχαιολόγων του Υπουργείου Πολιτισμού συστηματικές έρευνες αναλάμβαναν και συνεχίσουν νααναλαμβάνουν κατά διαστήματα Έλληνες και ξένοι επιστήμονες και ιδρύματα. Ενδεικτικά: στις αρχές της δεκαετίας του 1980 η επιστημονική ομάδα R.C.P. 583 «Αρχαίες Κυκλάδες» του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Έρευνας της Γαλλίας (Ι. Cerceau, Β. Φώτου, O. Ψυχογιός, με επικεφαλής τον R. Treuil) πραγματοποίησε επιφανειακή έρευνα στα Β και τα Δ του νησιού και εντόπισε οικισμούς και νεκροταφεία, ενώ την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1985 έγινε επιφανειακή έρευνα στη Μικρή Βίγλα Πολιχνίου, στο πλαίσιο συνεργασίας της Βρετανικής Σχολής Αθηνών και της τ. ΚΑ ΕΠΚΑ (νυν ΕΦΑΚΥΚ)

Κάποια χαρακτηριστικά μνημεία και αρχαιότητες προϊστορικών και κλασικών χρόνων της Νάξου επιγραμματικά

Η απαρχή της ιστορίας του νησιού ανιχνεύεται στα βάθη της προϊστορίας όταν τεκμήρια της ανθρώπινης παρουσίας που προηγούνται κατά πολύ της Νεολιθικής εποχής εντοπίζονται στο λόφο της Στελίδας, ήδη στην Παλαιολιθική και Μεσολιθική εποχή. Το Σπήλαιο του Ζα που φιλοξένησε τους αρχαίους Ναξιώτες από τους Νεολιθικούς ήδη χρόνους, πριν ακόμα από την είσοδο της 5ης χιλιετίας είναι από τα πρωιμότερα φυσικά μνημεία του νησιού στην αυγή του ελληνικού πολιτισμού. Η οχυρωμένη ακρόπολη του Πανόρμου (Κορφάρι των Αμυγδαλιών), η Κορφή τ’Αρωνιού και ο Σπεδός ανήκουν σε μια σειρά Πρωτοκυκλαδικών οικισμών, που μαζί με τα νεκροταφεία τους εντοπίζονται με μεγάλη διασπορά κυρίως στις νότιες και ανατολικές ακτές του νησιού κατά την 3η χιλιετία.

Η Μέση Εποχή του Χαλκού δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή στη νήσο, λόγω της έλλειψης συστηματικών ανασκαφών. Τα δεδομένα των τελευταίων δεκαετιών ωστόσο, κυρίως από επιφανειακές έρευνες αλλά και σποραδικές ανασκαφές, σε θέσεις όπως η Μικρή Βίγλα, η Ριζοκαστελλιά, το Πέτασι, και πρόσφατα ο Άγιος Μύρωνας Σαγκρίου μαρτυρούν ότι το νησί δεν έπαψε να κατοικείται στη Μεσοκυκλαδική Εποχή. Όσον αφορά στους υστεροκυκλαδικούς και μυκηναϊκούς χρόνους και παρά τις αξιόλογες υστεροκυκλαδικές θέσεις (Μικρή Βίγλα, Ριζοκαστελλιά, Λυγαρίδια, Χωστή Κωμιακή κ.λπ), η ακμαία εικόνα της μυκηναϊκής Γρόττας δεν επαναλαμβάνεται σε άλλο σημείο.

Στους Ιστορικούς χρόνους εντάσσονται μνημεία και χώροι των Γεωμετρικών και Αρχαϊκών χρόνων, ειδικότερα το γεωμετρικό νεκροταφείο τύμβων του Τσικαλαριού, και οι τρεις αρχαϊκοί ναοί του Δηλίου Απόλλωνος στα Παλάτια (η γνωστή Πορτάρα), ο ναός που είχε αφιερωθεί στον Διόνυσο και ιδρυθεί στα κοντινά Ύρια και ο ναός που ήταν αφιερωμένος στη Δήμητρα και ιδρύθηκε στο Σαγκρί. Στο μνημειακό απόθεμα συγκαταλέγονται οι τρεις ημίεργες κολοσσιαίες ανδρικές μορφές στα λατομεία μαρμάρου, ο μεγαλύτερος που βρίσκεται στον Απόλλωνα και ήταν στην ουσία ένα άγαλμα Απόλλωνος ή Διονύσου και οι δύο μικρότεροι που βρίσκονται στην περιοχή των Μελάνων, στο Φαράγγι και στο Φλεριό, όπου και το αγροτικό ιερό Γεωμετρικών και Αρχαϊκών χρόνων. Από την ίδια περίοδο ξεχωρίζει επίσης το αρχαϊκό υδραγωγείο μήκους 11 χιλιομέτρων, ενώ στους Κλασικούς-Ελληνιστικούς χώρους (4ος-3ος αι. π.Χ.) εντάσσονται πύργοι όπως της Ρίνας, της Πλάκας και του Χειμάρρου.